Κόντευε να φτάσει πια τα ενενήντα της χρόνια. Τις περισσότερες φορές της μίλαγες και δεν σου απαντούσε. Δεν μπορούσε να σηκωθεί ή να φάει μόνη της, ούτε και να κάνει τα βασικά. Εκείνη την ημέρα την είχαν βάλει να καθίσει σε έναν καναπέ και εκείνη κοίταγε για ώρες το κενό. Σε κάποια φάση, όταν ήρθε η ώρα της να πάει για ύπνο, εκείνος την μετακίνησε για να την πάει στην κρεβατοκάμαρα της. Την σήκωσε και την κράτησε από τα χέρια για να διασχίσουν τον μικρό διάδρομο του σπιτιού, κάνοντας αυτήν τη μικρή διαδρομή σε αρκετά λεπτά που εκείνου του φάνηκαν αιώνες. Άλλη μια μέρα ρουτίνας, σκέφτηκε. Άλλη μια μέρα χαμένη.
---
Σε όλες τις χαρούμενες ή μη στιγμές της παιδικής του ηλικίας η γιαγιά του ήταν πάντα παρούσα. Ήταν η μόνη γιαγιά που γνώρισε. Οι υπόλοιποι παππούδες και γιαγιάδες της οικογενείας είχαν δυστυχώς φύγει νωρίς. Όταν τα παιδιά ήταν πιο μικρά, εκείνη συνήθιζε να λέει ότι ο μεγάλος έρωτας της ζωής της είναι τα εγγόνια της. Και εκείνος, όταν ήταν μικρός και πίστευε καμιά φορά στα υπερφυσικά, είχε μια μονάχα ευχή: να ζήσει η γιαγιά του για πάντα. Κάθε φορά που θα ερχόταν στο σπίτι για να μείνει για μέρες, εκείνη θα έβρισκε έναν τρόπο που ξεπερνούσε τις φυσικές της δυνάμεις, για να κουβαλάει 10 σακούλες ταυτόχρονα γεμάτα γλυκά και καλούδια. Μόνο και μόνο για να τους ευχαριστήσει. Όταν έβγαινε στη γειτονιά για να ψωνίσει και να κάνει τα μαλλιά της, παντού υπερηφανευόταν για τα εγγόνια της. Κάθε καλοκαίρι θα πήγαινε μαζί τους διακοπές. Θα κάθονταν όλοι παρέα στη βεράντα του δωματίου τους, και θα έπαιζαν κουμκάν. Εκείνη, κρατώντας πάντοτε ένα τσιγάρο. θα διηγούνταν με υπερηφάνεια τις παλιές καλές ημέρες της στα καρέ και σαλόνια των Αθηνών, σιχτιρίζοντας παράλληλα τα "γατοκέφαλα" που έπιανε.
Όταν εκείνος μεγάλωσε λιγάκι και μπήκε στην εφηβεία, του άρεσε να πηγαίνει στο δωμάτιο της που έβλεπε τις σειρές της και να την πειράζει, με σκοπό να της σπάσει τα νεύρα. Εκείνη νευρίαζε την μία στιγμή, και την άλλη του έδινε χαρτζιλίκι σαν "τιμωρία". Ανά τακτά χρονικά διαστήματα, του έδινε ένα φάκελο με λίγα λεφτά και κάποιο μήνυμα γραμμένο απάνω. Με την αλλαγή του νομίσματος από δραχμή σε ευρώ, οι ισοτιμίες πήγαν περίπατο και η στρογγυλοποίηση έκανε limit up. Όταν πια είχε φτάσει η ώρα του να αποφοιτήσει το σχολείο, εκείνη μόλις τον είδε να παίρνει το πτυχίο, έβαλε τα κλάματα. Την επόμενη μέρα, του είχε αφήσει έναν επετειακό φάκελο με χαρτζιλίκι παρέα με ένα μήνυμα το οποίο έλεγε: "Ο χαρακτήρας των ανθρώπων φανερώνεται από τον τρόπο που σου φέρονται όταν δεν σε έχουν πια ανάγκη".
---
Κόντευε πια τα ενενήντα της χρόνια. Τις περισσότερες φορές της μίλαγες μα δεν απαντούσε. Μπορούσε όμως να σε αναγνωρίσει. Ήταν τόσο γλυκό όταν σε κοιτούσε και σε καταλάβαινε με τα πράσινα ματάκια της. Σου μιλούσε με αυτά. Όταν περπατούσε δεν είχε καλή ισορροπία. Έκανε μικρά μικρά βηματάκια, μα στο δικό του μυαλό ήταν σαν βήματα μπαλέτου. Της ζήτησε την άδεια να την σηκώσει και εκείνη τον εμπιστεύτηκε. Την σήκωσε σιγά σιγά. Εκείνη ξεκίνησε να προχωρά με τα μικρά μπαλετίστικα βηματάκια της. Εκείνος, έκανε πίσω βήματα στον ρυθμό της για να την συνοδεύσει. Εκείνη γύρεψε να απλώσει τα χέρια της για να στηριχτεί πιάνοντας τα δικά του απλωμένα χέρια. Και συνέχισαν έτσι οι δυο τους για μερικά λεπτά μέχρι να φτάσουν στο μέσο του διαδρόμου. "Λοιπόν γιαγιά τι λες, ωραία δεν χορεύουμε;" την ρώτησε. Εκείνη τον κοίταξε με τα πράσινα μάτια της. Τα ίδια πράσινα μάτια που είχε και αυτός.
by Alejandro
Ναι ρε Αλέκο. Πολύ όμορφο. Για μένα η γιαγιά μου είναι από τα πιο σημαντικά άτομα στη ζωή μου και ΝΑΙ όταν τη δω ξανά θα της ζητήσω να χορέψουμε.
ΑπάντησηΔιαγραφή