Ναι, το' χε καταλάβει. Το είχε καταλάβει πως την ήθελε. Πολλές φορές τον είχε πιάσει να την κοιτάει. Αχ, και πώς την κοίταζε... Μ' ένα βλέμμα ζεματιστό. Ζεματιστό. Ένα πρωί, έτσι που σηκώθηκε από το κρεβάτι της, έριξε μια ματιά στα πόδια της. Δεν ήταν και τόσο άσχημα τελικά. Δεν θα τα κακολογούσε πια. Ήταν και αυτός, βλέπεις, που παρατηρούσε τους αστράγαλούς της. Ίσα ίσα φαινόντουσαν, καθώς εκείνη σήκωνε την φούστα της, δήθεν ανήξερη, για να πατήσει το πόδι της στο σκαλάκι. Αχ, και είχε δαγκώσει το κάτω χείλος του ο καψερός. Φωτιές στον κόρφο της είχε ανάψει ο αχρείος. Τον σκεφτόταν και θόλωνε το βλέμμα της. Και τις νύχτες, πού να την πιάσει ύπνος. Φανταζόταν κάτι πράγματα... Πράγματα για τα οποία ντρεπόταν το πρωί. Σιχαινόταν τον εαυτό της, και φοβόταν, φοβόταν εκείνα τα σμικτά μαύρα φρύδια του πατέρα της, αυστηρά και άγρια, σαν να διάβαζαν τις σκέψεις της. Αλλά πώς να τον πνίξεις τον πόθο; Σάματι είναι εύκολο; Άιντε πάλι απ' την αρχή, να φαντασιώνεται εκείνα τα χείλη τα γεμάτα, κείνες τις χερούκλες που, και φτυάρι να μην είχε, άνετα θα 'σκαβε μ' αυτές τη γη του πατέρα της και αφέντη του.
Άλλες ώρες καθόταν γυμνή μπροστά στο καθρέφτη και αγνάντευε το κορμί της. Και τότε προσπαθούσε να δει τον εαυτό της μέσα από τα δικά του μάτια. Να δει αν ήταν όμορφη, και πόσο όμορφη ήτανε.
Κατακαλόκαιρο. Ζέστα. Καρδιοχτύπι. Τα τζιτζίκια είχανε λυσσάξει. Σκασμό δεν βγάζανε. Αλλά εκεινής τι την ένοιαζε. Σαν υπνωτισμένη άφησε το κρεβάτι της, το σπίτι της. Πήγε να τον ανταμώσει, έτσι όπως είχαν πει. Αργά αργά, μες την μαύρη νύχτα την αυγουστιάτικη, μην την πάρει κανά μάτι. Και νάτος. Κοντοστάθηκε αυτή και ύστερα αναστενάζοντας, έπεσε στην αγκαλιά του, σαν νεκρή.
Τίποτ' άλλο δεν έβλεπε παρά μόνο τον ουρανό. Πάνω κάτω την πήγαινε το κορμί του, πάνω κάτω πηγαίνανε μαζί της και τ' αστέρια. Το κεφάλι της κοπανούσε ελαφρά πάνω σε μια πέτρα. Ένας πόνος καυτερός στα σκέλια. Όχι. Δεν το είχε φανταστεί έτσι. Όχι. Όχι έτσι.
Ύστερα από λίγους μήνες, το μυστικό της δεν μπορούσε να το κρύψει. Ξομολογήθηκε την αμαρτία της και έφαγε τόσο ξύλο που κόντεψε να χάσει τον καρπό της απογοήτευσής της. Ο πατέρας της πήγε να βρει τον αλήτη, να του ξηγηθεί. Καθόταν το παιδί, και μάσαγε βαριεστημένα ένα κομμάτι ψωμί. Σαν τον ζύγωσε το αφεντικό του, κόντεψε να πνιγεί, αλλά αμέσως μετά σηκώθηκε και κατέβασε μονορούφι το κρασί που 'χε μείνει στο φλασκί του. "Σύρε και έλα μαζί, να σου πω δύο κουβέντες", είπε ο αφέντης. Κορδώθηκε το παιδί, και τον ακολούθησε αντρίκια.
"Γιατί βρε τσόγλανο; Την κόρη μου βρε; Ε; Την κόρη μου;" φώναζε ο αφέντης, και δώστου μία, δώστου κι άλλη. Θα του είχε τσακίσει τα παϊδια του αγοριού. "Την κόρη μου; Τσόγλανε!", και άντε πάλι, κλωτσές, μπουνιές. Να φτύνει αίμα το παιδί, να σέρνεται, να προσπαθεί να αμυνθεί, μέχρι που τελικά, αφού έβηξε φτύνοντας μπόλικο αίμα, είπε του αφεντικού: "Με τη μάνα μου γλυκάθηκες; Ε, και εγώ, γλυκάθηκα με την κόρη σου. Τώρα είμαστε πάτσι".
Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011
"Η κόρη τ' αφέντη" by Fedra
by Fedra
Φαίδρα, δηλώνω ΕΝ-ΤΥ-ΠΩ-ΣΙ-ΑΣ-ΜΕ-ΝΟΣ! λογοτεχνία με στυλ από μία άλλη εποχή. "έπεσε στην αγκαλιά του, σαν νεκρή". αυτή η φράση με άγγιξε τόσο πολύ. λοιπόν, αυτό δεν μπορεί να μείνει έτσι! διάλεξε την καινούρια σου στήλη! ή αυτοτελή λογοτεχνικά κείμενα ή μία ιστορία σε συνέχειες!
ΑπάντησηΔιαγραφήAh, Dominikaki mou, efharisto para poli ghia to oreo su comment. To provlima mou ine oti den mou ine efkolo na eho mia sinehia dioti ime ligo kollimeni ke idieteros afstiri me ton eafto mu. Den afinome ke poli eleftheri....Alla omos tha prospathiso na kano ligoteri aftologokrisia! :))by Fedra.
ΑπάντησηΔιαγραφήφαίδρα, αφήσου !!! έχεις ταλέντο, οπότε... δημιούργησε !!!
ΑπάντησηΔιαγραφήteleio!!! enwnw tin fwni me ton Dom kai sou lew kai egw "Faidra afisou twra"!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή