Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

Οι Μοιρολογίστρες της Ψωροκώσταινας


Τέτοια κακά νέα και όλα μαζεμένα είχαν πολλά χρόνια να ακούσουνε οι χωριανοί στην Ψωροκώσταινα.

Οι ηλικιωμένοι του χωριού καθισμένοι στα καφενεία της κεντρικής πλατείας αλλά και στα πηγαδάκια που γινότανε και περισσότερα όσο μαθευότανε το νέο, λέγανε και ξαναλέγανε ότι ποτέ στην ζωή τους δεν είχε συμβεί τέτοιο κακό να πεθάνουνε μέσα σε μια μέρα οι κολώνες της Ψωροκώσταινας, μέσα σε μια μέρα και οι τρείς τους.

Η ατμόσφαιρα στην Ψωροκώσταινα ήταν περίεργη και έμοιαζε με θέατρο του Παραλόγου γιατί μη μου πείτε ότι δεν ήταν περίεργο που όλοι αντί να θρηνούν προσπαθούσαν να κρύψουν ένα χαμόγελο που άνθιζε στα χείλη τους και όσες φορές κοίταζαν προς το Δημαρχείο του χωριού, κάτι σαν την Βουλή του Χωριού, όπου στην πόρτα της είχαν τοποθετηθεί τα καπάκια από τα φέρετρα των νεκρών, ένα μπλε, ένα πράσινο και ένα κόκκινο αντί να τα κοιτάζουν με θλίψη σήκωναν τα χέρια τους, και τα δύο τους χέρια, και έριχναν απανωτά φάσκελα.

Το κακό χτύπησε αλύπητα την Ψωροκώσταινα. Τρεις συγχωριανοί χάθηκαν: ο Εθνάρχης Μαυρογιαλούρος, αρχηγός του Δεξιού κόμματος και γι' αυτόν τον λόγο πάντα εμφανιζόταν με μπλε κουστούμι για να είναι ασορτί με την σημαία του χωριού, ο Πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Ένωσης όλων των Χωριών, ντυμένος πάντα με πράσινο κουστούμι και ένα χρυσό ήλιο στο πέτο, ενθύμιο από τα αδελφά κόμματα Μπαάθ των αδελφών αράβων που έφτασαν πρόσφυγες στα γύρω χωριά, και η Συντρόφισσα Λαϊκή Εξουσία, πρόεδρος των Σοβιέτ των Χωρικών της Ψωροκώσταινας.

Τα παιδιά έτρεξαν στο χωριό και μάζεψαν καρέκλες και τις πήγαν στην αίθουσα εκδηλώσεων του Δημαρχείου εκεί που είχαν τοποθετηθεί τα τρία φέρετρα, οι καφετζήδες της κεντρικής πλατείας έκαναν κουμάντο να μην τους λείψουν ο καφές και το φτηνό κονιάκ των τριών αστέρων, η Ψωροκώσταινα θα ξενυχτούσε τους νεκρούς της, αυτή η νύχτα θα ήταν πολύ μεγάλη για όλους.

Όσο περνούσε η ώρα έρχονταν όλο και περισσότεροι χωριανοί, η πλατεία της Ψωροκώσταινας γέμισε, οι μοναδικές αρχές του τόπου, ο Ενωμοτάρχης και ο μοναδικός χωροφύλακας, προσπαθούσαν να βάλουνε μια τάξη στο πλήθος που μούντζωνε με τα δύο χέρια το Δημαρχείο.

Ο ήλιος, ο πραγματικός και όχι αυτός ο πράσινος έδυσε, το πλήθος βλέποντας να πλησιάζει ο παπάς του χωριού που μαζί με τον δάσκαλο αποτελούσαν και τους πνευματικούς ανθρώπους του χωριού, άλλο αν είχαν τόσο καιρό να τους δουν από τότε που εμφανίσθηκαν οι φήμες ότι ο παπάς ήταν γκέι και ο Δάσκαλος αποσπάστηκε στο πολιτικό γραφείο του κου Μαυρογιαλούρου στην Πόλη, δημιούργησε ένα μονοπάτι ανάμεσα του να περάσουν οι Μοιρολογίστρες.

Σαν σε σκηνικό αρχαίας τραγωδίας, τρείς ομάδες μαυροφορεμένων γυναικών βάδιζαν τελετουργικά προς το Δημαρχείο, η πρώτη ομάδα αυτή με τα μαύρα ρούχα και ένα γαλάζιο κορδελάκι στο μπράτσο με κορυφαία την Σουλτάνα πήγε και κάθισε στο Δεξιό μέρος της αίθουσας, η Αφρούλα με τις συντρόφισσες της και το κόκκινο κορδελάκι στο αριστερό και ανάμεσα τους η Φρόσω με τις φίλες και τις συντρόφισσες της που φοράγανε το πράσινο κορδελάκι πάνω από τα μαύρα ρούχα.

Η ατμόσφαιρα μέσα στην αίθουσα ήταν καταθλιπτική και δεν έμοιαζε σε τίποτα με την συγκρατημένα χαρωπή συγκέντρωση της Πλατείας. Οι μοιρολογίστρες, είτε γιατί το αισθάνονταν είτε από επαγγελματική ευσυνειδησία κλαίγανε γοερά τους μακαρίτες και από παντού άκουγες τσιρίδες και αναφιλητά.

Τι να πρωτοθυμηθώ από εσένα εθνάρχη μου, ακούστηκε η φωνή της Σουλτάνας, τότε που ανέλαβες Πρωθυπουργός το 1955, τότε γυάλισες της Φρειδερίκης και σε έφερε από την Πρώτη Σερρών πρωθυπουργό στην Ψωροκώσταινα και από εκεί που δεν είχες δεύτερο παντελόνι να φορέσεις έγινες κομψός να συνομιλείς με τους βασιλιάδες πάνω στο άλογο.

Τι να πρωτοθυμηθώ από εσένα πασά μου, να βγαίνεις με την Αμαλία σου από την μητρόπολη τότε που παντρεύτηκε ο Κωνσταντίνος την Άννα Μαρία, τότε που αποφάσισες να δώσεις την Ψωροκώσταινα στους εργολάβους που γέμισαν το χωριό πολυκατοικίες.

Να θυμηθούμε και εμείς απάντησε μέσα σε κλάματα η Φρόσω ότι τότε μάθαμε πόσα δέντρα υπάρχουν στην Ψωροκώσταινα γιατί τότε ψηφίσανε και αυτά και αφού βοήθησες να θεριέψει το παρακράτος και ο ΙΔΕΑ αγάπησες παράφορα τα λουλούδια μιας και σαν Τριανταφυλλίδης την κοπάνισες στο Παρίσι.

Να θυμηθούμε και εμείς συμπλήρωσε μέσα σε αναφιλητά η Αφρούλα ότι έστειλες τους μισούς χωριανούς στα ξερονήσια και στις φυλακές και δικοί σου άνθρωποι ήταν αυτοί που κάνανε το πραξικόπημα.

Η Σουλτάνα όμως συνέχισε να φωνάζει σπαραχτικά, θυμάστε τότε που γύρισε με το αεροπλάνο του Ζισκάρ ντε Εστέν για να ξαναφτιάξει το χωριό μας, το έφτιαξε το ανάπτυξε και το έβαλε και στην Ευρωπαϊκή Ένωση σαν πλήρες μέλος.

Θυμάστε στην συνέχεια με τον Μητσοτάκη και τον Μακεδονομάχο τον Σαμαρά που απέτρεψες τους Σλάβους να κατέβουν στο Αιγαίο και στην συνέχεια να πανηγυρίζεις στην Λισαβόνα και στο Ολυμπιακό Στάδιο και να υπόσχεσαι μέσα από τις Ταβέρνες της Ραφήνας την Επανίδρυση του κράτους.

Και εγώ θυμάμαι σπάραξε η Φρόσω την κομματικοποίηση, το ειδικό δικαστήριο, την επέλαση από τα λαμόγια σε κάθε μικρό η μεγάλο ταμείο του χωριού και εσένα από το ελικόπτερο να βλέπεις την Πελοπόννησο να καίγεται.

Και εγώ θυμάμαι συμπλήρωσε η Αφρούλα το κόψιμο των δικαιωμάτων των εργαζομένων του χωριού και την μαύρη αντίδραση στον λαϊκό αγώνα.

Τι έπαθες λεβέντη μου, ήρθε η σειρά της Φρόσως να θρηνήσει και να τραβήξει τα μαλλιά της... Σε θυμάμαι με το ζιβάγκο και το τσιμπούκι σου να απειλείς βυθίσατε το Χόρα, να συνομιλείς με τον Αραφάτ και τον Μιτεράν στην Ελούντα, να ανεβάζεις στην Εξουσία από την γενιά του Πολυτεχνείου μέχρι τον Κατσιφάρα και να δείχνεις τι σημαίνει ηγέτης με εκείνο το νόημα που έκανες στην Δήμητρα να κατέβει στην σκάλα του αεροπλάνου στο Ελληνικό.

Και εγώ θυμάμαι φώναξε μέσα στους λυγμούς η Σουλτάνα τότε που άρχισες να ανεβάζεις το χρέος στα ύψη λέγοντας το Τσοβόλα δώστα όλα, δεν θα ξεχάσω τις κούτες από τα πάμπερς και τους συνδικαλιστές να γίνονται τα αφεντικά της Ψωροκώσταινας.

Τι να θυμηθώ, επέμεινε τραβώντας τα μαλλιά της η Φρόσω, ότι εσύ μας έβαλες στο Ευρώ εσύ μας έφερες τους Ολυμπιακούς Αγώνες, με σένα κερδίσαμε την Ευροβίζιον, εσύ έβαλες το πιστόλι στο τραπέζι απειλώντας την Ευρωπαϊκή Ένωση, τον Γερουλάνο και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Σώπα συγχωριανή, αντέτεινε η Σουλτάνα μούσκεμα από τα δάκρυα, αυτός δεν ήταν που έδινε δωράκι στους υπουργούς του αλλά μέχρι 500 εκατομμύρια, αυτός δεν ήταν που στις μέρες του αυξήθηκαν στον ουρανό οι εξοπλιστικές δαπάνες και έγιναν πλούσιοι υπουργοί που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα.

Και εγώ θυμάμαι τα ΜΑΤ και το κυνήγημα των λαϊκών αγωνιστών και πού κατάντησε την λαϊκή οικογένεια και την ουσιαστική παράδοση της Ψωροκώσταινας στην κηδεμονία της Τρόικας.

Καλά τα λες αλλά πες μας και για την δικιά σου, ήρθε η σειρά σου Αφρούλα.

Η συντρόφισσα μας ήταν μεγάλη Ηρωίδα, πολέμησε τους κατακτητές ξένους και εγχώριους και βοήθησε τον λαό να βρει το δίκιο του και να κατοχυρώσει τα δικαιώματα του.

Ήταν ηρωίδα, συμφωνήσαν και η Σουλτάνα με την Φρόσω, αλλά για αυτήν οι ταινίες ποτέ δεν έγιναν έγχρωμες, έμεινε δογματικά καρφωμένη στην παρέλαση της νίκης το 1945 μπροστά από τον Ιωσήφ Στάλιν στην Μόσχα, ξεγέλασε χιλιάδες αγωνιστές δίδοντας τους ένα όραμα που δεν υπήρχε.

Η ώρα προχωρούσε φτάναμε εκεί που η αυγή πάλεβε να διώξει το σκοτάδι, τα κλάματα συνεχίζονταν στο Δημαρχείο. Θα ακολουθούσε μια μεγάλη μέρα στην Ψωροκώσταινα, θα έπρεπε όχι μόνο να κάνουν τις επίσημες τελετές αλλά να επιλέξουν και πολίτευμα μιας και το Πολίτευμα της Κληρονομικής Δημοκρατίας δεν τους κάλυπτε πλέον διότι τους τελείωσαν οι επίγονοι. Ποιος θα τους κυβερνούσε.

Είχε πια ξημερώσει από την μεγάλη αίθουσα του Δημαρχείου ακούστηκε από όλες τις μοιρολογίστρες ένας ύμνος.

Εσάς πατέρες του χωριού αιώνια θα τιμάμε

Για όλα τα καλά που προσφέρατε στο τόπο

Ο άδικος χαμός σας μας κάνει να πονάμε

πως θα σας αντικαταστήσουμε δεν βρίσκουμε τον τρόπο.

Ο ύμνος ακούστηκε δυνατά στην πλατεία από τον κόσμο που συνέχιζε να φασκελώνει έξω από το Δημαρχείο, το ρήμα "αντικαταστήσουμε" δημιούργησε αναταραχή στον κόσμο, δημιουργήθηκε ένα σούσουρο και σαν σε αρχαία Τραγωδία ο χορός απάντησε στις κορυφαίες.

Βάλτε τέλος χωριανοί σε οικογένειες και λαμόγια

Όλους αυτούς που τόσα χρόνια μας έδωσαν το όνομα μας

Και αν δεν θέλουνε να φύγουνε δεν θα μείνουμε στα λόγια

Ελπίζουμε σε ένα κόσμο όμορφο αντάξιο της γενιάς μας.

Χειροκροτήματα ακούστηκαν από παντού και συγχρόνως όλα τα ξυπνητήρια του χωριού άρχιζαν να χτυπάνε σημαίνοντας την νέα εποχή της Ψωροκώσταινας που στην πρώτη ευκαιρία θα της άλλαζαν και όνομα.

Το ξυπνητήρι συνέχιζε να χτυπάει και αυτό, δεν ήταν των χωρικών της Ψωροκώσταινας αλλά το δικό μου. Τα πρωινάδικα είχαν αρχίσει. Ο Καμπουράκης είχε σε απευθείας σύνδεση τον εκπρόσωπο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και ο Παπαδάκης τον Ψωμιάδη με το τραινάκι του, καλημέρα δυστυχία.

Ρε γαμώτο να μπορούσα να κοιμηθώ ακόμα λίγο…


by G. J. White


1 σχόλιο:

  1. το καλό είναι ότι αν ανοίξεις τα μάτια αυτές τις μέρες, θα δεις πολύχρωμους ανθρώπους από όλες τις γενιές να προσπαθούν να κάνουν το όνειρο σου πραγματικότητα! εμείς θα κερδίσουμε... πολύ ωραίο κείμενο, για άλλη μία φορά...

    ΑπάντησηΔιαγραφή