Το αυξανόμενο ενδιαφέρον για το γάλα γαϊδάρας, τόσο σε επίπεδο παραγωγής όσο και σε επιστημονικό επίπεδο, επισημαίνει ο αναπληρωτής καθηγητής του ΑΠΘ, Γιώργος Αρσένος.
«Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτική λύση για τα βρέφη που παρουσιάζουν δυσανεξία στο αγελαδινό γάλα και σε επιλεγμένες περιπτώσεις αλλεργίας αλλά και ως προληπτικό μέτρο για μια σειρά από παθήσεις ενήλικών ατόμων» αναφέρει ο καθηγητής.
Από τα διαθέσιμα στοιχεία για τη χημική σύνθεση του γαϊδουρινού γάλατος και τις αναλύσεις προκύπτει ότι είναι σχετικά φτωχό σε ολικά στερεά (8 έως 10%) και πρωτεΐνες (1,5 έως 1,8%), ενώ έχει υψηλή περιεκτικότητα σε λακτόζη (6 έως 7%). Η περιεκτικότητά του σε λιπαρά κυμαίνεται από 0,28% έως και 1,82% και εξαρτάται από την εποχή του έτους. Το ενδιαφέρον αυτό έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα και προέκυψε διότι η σύνθεσή του είναι παρόμοια με αυτή του μητρικού γάλατος. Από την αρχαιότητα είχαν εντοπιστεί οι θεραπευτικές του ιδιότητες για ορισμένες παθήσεις, αλλά και η χρήση του ως φυσικό καλλυντικό.
Σε ό,τι αφορά στα οικονομικά οφέλη για τους παραγωγούς, ο επιστήμονας τονίζει ότι την τελευταία δεκαετία δημιουργήθηκαν σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες (Βέλγιο, Γαλλία, Ιταλία, Γιουγκοσλαβία) εκτροφές όνων, των οποίων το παραγόμενο γάλα χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή καλλυντικών αλλά και για ανθρώπινη κατανάλωση. Οι ιδιαίτερα υψηλές τιμές πώλησης του παραγόμενου γάλατος στις εκτροφές των παραπάνω χωρών είναι ενδεικτικό των δυνατοτήτων της συγκεκριμένης δραστηριότητας.
Ο γάιδαρος αποτελεί αντικείμενο ερευνητικού ενδιαφέροντος για το Εργαστήριο Ζωοτεχνίας της Κτηνιατρικής Σχολής Θεσσαλονίκης τα τελευταία εννέα χρόνια και, όπως τονίζει ο κ. Αρσένος, όλοι στο Εργαστήριο είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν, όπως άλλωστε βοηθούν και στηρίζουν κάθε προσπάθεια των Ελλήνων κτηνοτρόφων.
έτσι. να ανεβαίνει το παρεξηγημένο αυτό συμπαθέστατο ζωάκι!
ΑπάντησηΔιαγραφή