Νικολό Μακιαβέλι.
1469 – 1527.
1469 – 1527.
Πολλοί τον θεωρούν ως τον πατέρα της σύγχρονης πολιτικής επιστήμης, άλλοι τον έχουν χαρακτηρίσει ως ένα κυνικό κτήνος, ταυτίζοντας το όνομά του με τη διαφθορά και τον αυταρχισμό.
Ο Νικολό ντι Μπερνάρντο ντι Μακιαβέλι, γεννήθηκε στη Φλωρεντία στις 3 Μαΐου του 1469. Την εποχή εκείνη, η Ιταλία ήταν διαιρεμένη σε ανταγωνιζόμενες πόλεις-κράτη –μεταξύ των οποίων και η Ρώμη υπό τον Πάπα– και αντιμετώπιζε τις συνεχείς επεμβάσεις των ισχυρότερων της Ευρώπης. Από μικρός ο Μακιαβέλι ένιωσε μια έντονη έλξη για την πολιτική και παρακολουθούσε από κοντά τον μεταρρυθμιστή και δικτάτορα της Φλωρεντίας Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα. Όταν το 1498 αυτός εκτελέστηκε για την κριτική που άσκησε στον Πάπα Αλέξανδρο VI, ο Μακιαβέλι εισήλθε στα κυβερνητικά κλιμάκια ως γραμματέας και γρήγορα αναρριχήθηκε στην ιεραρχία.
Του ανατέθηκαν σημαντικές διπλωματικές αποστολές, για τις οποίες ταξίδεψε σ' όλη την Ευρώπη και συναντήθηκε με αρκετές από τις μεγαλύτερες πολιτικές προσωπικότητες της εποχής του, ανάμεσά τους ο Πάπας και ο βασιλιάς της Γαλλίας. Τις μεγαλύτερες επιρροές τις δέχθηκε, όμως, από τον Καίσαρα Βοργία, έναν πανούργο και σκληρό άνθρωπο, εκ των ηγετών της παπικής πολιτείας. Ο Μακιαβέλι δεν συμφωνούσε με τις τακτικές του, ωστόσο πίστευε ότι με έναν κυβερνήτη σαν τον Βοργία οι Φλωρεντινοί θα μπορούσαν να ενώσουν την Ιταλία, κάτι που αποτελούσε όνειρο και στόχο του σ' όλη τη ζωή του.
Το 1512, οι Μέδικοι επανήλθαν στην εξουσία, ανατρέποντας το δημοκρατικό καθεστώς, με τη βοήθεια των ισπανικών στρατευμάτων. Ο Μακιαβέλι απολύθηκε, υπέστη βασανιστήρια ως εχθρός τους και για μικρό διάστημα φυλακίστηκε. Κατόπιν αποσύρθηκε στο μικρό κτήμα του, λίγο έξω από τη Φλωρεντία, και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία για να επανέλθει στην πολιτική δράση. Την περίοδο της αναγκαστικής αργίας του, μελέτησε κλασικούς συγγραφείς και ιστορία, ιδίως της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Στη συνέχεια συνδύασε τις εμπειρίες και τα διαβάσματά του και συνέγραψε σειρά βιβλίων πολιτικού και ιστορικού περιεχομένου, αλλά και θεατρικά έργα.
Ο μοναδικός λόγος για τον οποίο ο Μακιαβέλι καταπιάστηκε με τη συγγραφή ήταν η ελπίδα του ότι τα βιβλία του θα τον βοηθούσαν να επανέλθει στην πολιτική σκηνή της Φλωρεντίας. Αυτόν τον σκοπό ο Μακιαβέλι δεν τον πέτυχε, αλλά τουλάχιστον ένα από αυτά τα έργα ξεπέρασε κατά πολύ τις επιδιώξεις και τις προσδοκίες του συγγραφέα του και του χάρισε την αθανασία. Ο «Ηγεμόνας» (Il principe), που γράφτηκε το 1513, επρόκειτο, τους κατοπινούς αιώνες, να καταστεί το εγκόλπιο αμέτρητων πολιτικών ανδρών αλλά και στοχαστών γενικότερα και να ασκήσει βαθιά επίδραση στις πολιτικές εξελίξεις όλων των εποχών.
«Το χάσμα ανάμεσα στο πώς θα έπρεπε να ζει κανείς και στο πώς πραγματικά ζει» έγραφε ο Μακιαβέλι «είναι τόσο μεγάλο, ώστε ο άνθρωπος που αμελεί αυτό που πραγματικά γίνεται προς χάριν αυτού που θα έπρεπε να γίνεται παίρνει το δρόμο προς την αυτοκαταστροφή και όχι προς την αυτοσυντήρηση». Επιτυχημένος ηγεμόνας, κατά τον Μακιαβέλι, είναι ο προικισμένος με αρετή (virtu, με τη σημασία της δύναμης και της ικανότητας προσαρμογής) και αυτός που ξέρει να αδράχνει τις ευκαιρίες που του προσφέρει η τύχη. Ο επιτυχημένος ηγεμόνας καθοδηγείται όχι από το θρησκευτικό δόγμα ή από τα ηθικά παραγγέλματα, αλλά από την αυστηρά ωφελιμιστική επιλογή των μέσων που είναι κατάλληλα για τους σκοπούς του. Μπορεί να χειραγωγεί τους νόμους που διέπουν την πολιτική συμπεριφορά και να διαμορφώνει την πορεία των γεγονότων, σύμφωνα με τα σχέδιά του.
Ο Ηγεμόνας απέκτησε θερμούς θαυμαστές, μεταξύ των οποίων πολλές ιστορικές προσωπικότητες όλων των εποχών, όπως ο Ερρίκος H' ή ο Ζαν Ζακ Ρουσό, αλλά και ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι. Επέσυρε όμως και σφοδρές επικρίσεις για κυνισμό, καιροσκοπισμό και πανουργία, και οι κατακριτέες απόψεις αυτού του βιβλίου συμπυκνώνονται στον τόσο αρνητικό όρο «μακιαβελισμός», τον οποίο έπλασαν οι Γάλλοι και με τον οποίο κανένας πολιτικός δεν θα ήθελε να τον συσχετίζουν. Ο «Ηγεμόνας» περιλήφθηκε στον Κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Πικραμένος και απογοητευμένος, ο Νικολό Μακιαβέλι πέθανε στις 21 Ιουνίου του 1527.
η πιο κυνική φράση της ιστορίας: ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
ΑπάντησηΔιαγραφή