Ο Marlon Brando γεννήθηκε στις 3 Απριλίου το 1924 στην Omaha. Η επαναστατική του φλέβα εμφανίστηκε νωρίς και συντέλεσε στην αποβολή του από τον στρατό. Ο πατέρας του απογοητευμένος από την έλλειψη κίνητρου και φιλοδοξίας του γιου του, αποφάσισε να χρηματοδοτήσει όποιο δρόμο αποφάσιζε να ακολουθήσει. Ο Brando επέλεξε να γίνει ηθοποιός και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να μελετήσει την μέθοδο Stanislavsky με την Stella Adler. Αργότερα δούλεψε στο Actor's Studio ως μαθητής του Lee Strasberg και της Stella Adler όπου και απέκτησε την απόλυτη αφοσίωσή του στην περίφημη «Μέθοδο» (Method: υποκριτική μέθοδος που έδινε έμφαση στα κίνητρα των χαρακτήρων που ο ηθοποιός υποδυόταν). Ο Brando γρήγορα ξεχώρισε στο εξαιρετικά ανταγωνιστικό περιβάλλον της Νέας Υόρκης και μετά το επαγγελματικό του ντεμπούτο το 1943, έκανε την πρώτη του υπόκλιση ένα χρόνο μετά στο «I Remember Mama». Το 1946 οι κριτικοί τον ψήφισαν ως Καλύτερο Ανερχόμενο Ηθοποιό για το θεατρικό «Truckline Cafe».
Το άστρο του έλαμψε το 1947 στην παραγωγή του Tennessee Williams «A Streetcar Named Desire», στο οποίο η ερμηνεία του ήταν πέρα των προσδοκιών κάνοντάς τον σε μια νύχτα έγινε το είδωλο του Broadway. Σύντομα ακολούθησε το Hollywood και το 1950 συμφώνησε να παίξει στη παραγωγή του Stanley Kramer «The Men» που δεν ήταν εμπορική επιτυχία. Για την προετοιμασία του ρόλου ο Brando έμεινε καθηλωμένος ένα μήνα σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Όμως ο ρόλος που τον έκανε ευρύτερα γνωστό ήταν εκείνος του Stanley Kowalski. Το 1951 ανακοινώθηκε πως ο ηθοποιός και ο σκηνοθέτης Elia Kazan θα επιχειρούσαν την κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού έργου του Tennessee Williams «A Streetcar Named Desire» («λεωφορείον ο πόθος»).Τα αποτελέσματα ήταν απολύτως επιτυχή και το έργο κέρδισε βραβείο Oscar Καλύτερης Ταινίας και ο Brando κέρδισε μια υποψηφιότητα για Oscar ΑΑ Ανδρικού Ρόλου. Με τη βοήθεια του Elia Kazan δημιούργησε ένα κινηματογραφικό πρόσωπο που επηρέασε με τον πιο αποφασιστικό τρόπο γενιές ηθοποιών.
Ακολούθησαν σημαντικές ερμηνείες όπως στο «Viva Zapata» (1952) και στο «Julius Caesar» (1953) φέρνοντάς του την τρίτη υποψηφιότητα για Oscar. Το 1954 έκλεψε την παράσταση στο «On The Waterfront» («το λιμάνι της αγωνίας») κερδίζοντας το πολυπόθητο Oscar ΑΑ Ανδρικού Ρόλου. Συνέχισε να δείχνει το πολύπλευρο ταλέντο του με μια συνεργασία με τον Frank Sinatra στη κινηματογραφική διασκευή του μούσικαλ «Guys and Dolls» ενώ το 1956 ακολούθησε άλλη μια κινηματογραφική διασκευή του «The Teahouse of the August Moon». Το 1957 τιμήθηκε με μια ακόμα υποψηφιότητα για το «Sayonara».
Το 1958 έπαιξε για πρώτη φορά με τον αξιόλογο Clift Montgomery στη ταινία «The Young Lions» που ήταν επιτυχία. Ακολούθησαν ποικίλες επιλογές χωρίς να έχουν όλες μεγάλη επιτυχία, αποδεικνύοντας όμως την άρνησή του να τυποποιηθεί. Σημειώνουμε «The Fugitive Kind», «One Eyed Jacks» (σε δική του σκηνοθεσία) και το «Mutiny on the Bounty». Ακολούθησαν ταινίες κατώτερες των ικανοτήτων του: «The Ugly American» (1963), «The Chase» (1966), «A Countess from Hong Kong»(1967), «Reflections in a Golden Eye» (1967), «Candy» (1968), «Queimada» (1970) και «The Nightcomers» (1972).
Η αναγέννηση του άρχισε το 1972 με τον ρόλο του ως Don Corleone στην ταινία του Francis Ford Copolla, «Godfather» για το οποίο κέρδισε άλλο ένα βραβείο Oscar ΑΑ Ανδρικού Ρόλου. Το 1973 η συνεργασία του με τον Ιταλό σκηνοθέτη Bernardo Bertolucci αποδείχθηκε αποκαλυπτική. Στο «Last Tango in Paris» (1973) υποδύθηκε ένα μεσήλικα αμερικανό που συνδέεται σεξουαλικά μάλλον, παρά συναισθηματικά, με μια νεαρή Γαλλίδα. Μέσα όμως απΑ αυτή την σωματική σχέση και οι δύο χαρακτήρες θα έρθουν αντιμέτωποι με τα φαντάσματα της προσωπικής τους ζωής. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Brando σχετικά με τον ρόλο του: «Για πρώτη φορά ως ηθοποιός αισθάνθηκα μια βεβήλωση του πιο ενδόμυχου μου εαυτού».
Μετά από μια περίοδο ελάχιστων εμφανίσεων παίζει το 1978 ένα μικρό ρόλο στο «Superman», κερδίζοντας 3.7 εκατομμύρια δολάρια. Η επόμενη του εμφάνιση ήταν το 1979 στη πολεμική ταινία «Apocalypse Now» αποτελώντας την τελευταία μεγάλη ερμηνεία του ηθοποιού. Υποδυόμενος έναν αμερικάνο συνταγματάρχη ο οποίος λιποτακτεί και χάνεται στην ζούγκλα, κατά την διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, ο Brando απεικόνισε όλες τις ενοχές και τις τύψεις μιας κοινωνίας για ένα βρώμικο πόλεμο. Για μια δεκαετία απομονώνεται σε ένα νησί του Ειρηνικού αντιμετωπίζοντας προβλήματα με το βάρος του. Επιστρέφει το 1989 με το «A Dry White Season» και ένα Oscar Β Ανδρικού Ρόλου.
Το 1990 μια οικογενειακή τραγωδία θα γίνει η απαρχή της δραματικής τροπής στη ζωή του Marlon Brando. O γιος του Christian καταδικάστηκε για το φόνο του φίλου της αδελφής του, Cheyenne. Αργότερα, η Cheyenne έδωσε τέλος στη ζωή της. Πέρα από το τεράστιο κόστος στην προσωπική ζωή και την ψυχολογική κατάσταση του διάσημου ηθοποιού, τα γεγονότα αυτά του στοίχισαν και σε οικονομικό επίπεδο. Και μάλιστα το φορτίο ήταν δυσβάσταχτο. Αυτή λοιπόν ήταν η αιτία των εμφανίσεων του Marlon Brando σε ταινίες που σίγουρα δεν τον αντιπροσώπευαν. Το 1992 πρωταγωνιστεί στη ταινία «Christopher Columbus», τo 1995 έπαιξε στο «Don Juan DeMarco», το 1996 στο «The Island of Dr Moreau», το1998 στο «Free Money». Η τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση έγινε το 2001 με τη ταινία «The Score».
Την 1η Ιουλίου του 2004, ο Marlon Brando ανέβηκε για τελευταία φορά στο «λεωφορείον ο πόθος» για το μεγάλο ταξίδι χωρίς επιστροφή. Ο θάνατος του προκάλεσε θλίψη στους κύκλους του Hollywood και συγκίνησε τους θαυμαστές του ανά τον κόσμο. Η τελευταία απόδειξη του ατίθασου χαρακτήρα του, αποκαλύφθηκε λίγο μετά το θάνατό του. Όπως είχε ζητήσει ο ίδιος από τα συγγενικά του πρόσωπα δεν έγινε καμία τελετή για να τιμηθεί η μνήμη του καθώς, όπως είχε πει χαρακτηριστικά «δε θα υπάρχει χήρα να με κλάψει».
Ο Marlon Brando ήταν ένας από τους πιο διάσημους και αγαπητούς ηθοποιούς της μεταπολεμικής περιόδου. Έβαλε τους δικούς τους κανόνες ερμηνείας και μετά από αυτό τίποτα δεν ήταν ξανά το ίδιο. Αποτέλεσε προσωποποίηση της Η μεγαλύτερη του συνεισφορά ήταν η προβολή της υποκριτικής «Μεθόδου», δίνοντας άλλες διαστάσεις και νέα δύναμη στη ερμηνευτική τέχνη. Σε σχέση με εκείνον, τα άλλα μεγάλα είδωλα της εποχής πρόβαλαν επιφανειακά, ακόμη και ανόητα. Ταυτόχρονα όμως ήταν ένας αντιδραστικός άνθρωπος που αρνιόταν πεισματικά να παίξει με τους κανόνες του Hollywood και ανοιχτά έδειχνε την αντιπάθεια του για τη βιομηχανία.
Ήταν από τα μεγαλύτερα αινίγματα του χώρου και δεν θα υπάρξει άλλος ίδιος. Η απήχηση του ξεπερνά εθνικά σύνορα, διαφορετικές κουλτούρες και γλώσσες. Ο μαγνητισμός, η γοητεία και η λάμψη αλλά και οι εκπληκτικές υποκριτικές ικανότητες, θα τον κρατήσουν για πάντα στην κορυφή της λίστας των πιο αγαπημένων ηθοποιών.
θρυλική μορφή του κινηματογράφου..
ΑπάντησηΔιαγραφή