O σιδηροδρομικός σταθμός του Νέου Δελχί μυρίζει ζωή. Ζωή γνήσια και ανόθευτη, βασισμένη στα στοιχειώδη. Οι μυρωδιές από τις τροφές, τη γη, την υγρασία, τον ιδρώτα, τα απόβλητα ανθρώπων και ζώων συμπυκνώνονται στον αέρα και εισβάλλουν στα ρουθούνια. Η ζωή αποτελεί ένα σοκ και για το μάτι. Στις μακριές αποβάθρες γίνεται κανείς μάρτυρας ενός κατ΄ εξοχήν ανθρώπινου πηγαινέλα, με περισσότερα χρώματα και από την παλέτα του καλύτερου ζωγράφου, τόσες μυρωδιές που ούτε η ίδια η όσφρηση δεν γνώριζε πριν ότι υπήρχαν. Αν και είναι γεγονός ότι όλο και περισσότεροι πολίτες αυτής της χώρας υιοθετούν τον δυτικό τρόπο ντυσίματος, στο σκηνικό επικρατούν ακόμη τα τουρμπάνια, οι ατελείωτες γενειάδες, τα σάρι, οι μαντίλες, οι ενδυμασίες με το ζωηρό πορτοκαλί χρώμα με τις οποίες ντύνονται οι σαντού ή σοφοί και τα ξυρισμένα κεφάλια των βουδιστών μοναχών. Είναι ένα από εκείνα τα μέρη στον κόσμο όπου καταφέρνουν να στριμωχθούν περισσότεροι άνθρωποι ανά τετραγωνικό μέτρο. Είναι αδύνατον να μη σε σπρώξει κάποιος ανάμεσα στους τόσους καθυστερημένους που προσπαθούν να ανεβούν σε κάποιο τρένο έτοιμο να φύγει ή να μη σκοντάψεις επάνω σε κάποιον ανθρώπινο μπόγο από τους τόσους που μοιάζουν να περιμένουν καθισμένοι το τέλος της αιωνιότητας. Παντού πουλάνε φαγητό και τα ετοιμόρροπα τρένα δεν ξεκουράζονται παρά μόνο όσο χρειάζεται για να ξεχειλίσουν και πάλι τα βρωμερά βαγόνια τους από ταξιδιώτες.
Μπροστά σε αυτό το πανδαιμόνιο είναι δύσκολο το πέταγμα της φαντασίας για να αναπαραστήσει κανείς νοερά τις αμέτρητες φορές που ο Μαχάτμα Γκάντι πέρασε από εδώ. Και θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο για κάθε σιδηροδρομικό σταθμό της Ινδίας όπου επαναλαμβάνεται αυτό το στριμωξίδι. Αποτελούν σχεδόν πάντα νευραλγικό σημείο της ζωής των χωριών και των πόλεων. «Ανοιξε τα αφτιά σου αλλά κράτησε το στόμα σου κλειστό επί έναν χρόνο. Ταξίδεψε στην Ινδία και κατόπιν θα ξέρεις τι να κάνεις». Ο Γκάντι, ο οποίος είχε ήδη σκεφθεί να διατρέξει την ενδοχώρα, δέχθηκε αυτή τη συμβουλή λίγο μετά την επιστροφή του το 1915 από μια μακριά εξορία στη Νότια Αφρική και στη Μεγάλη Βρετανία. Του την έδωσε ο πολιτικός του γκουρού, ο Γκοπάλ Κρίσνα Γκοκέιλ, ο οποίος είχε ξεκινήσει τον αγώνα κατά της βρετανικής κυριαρχίας.
Στην Ινδία λίγοι είχαν ακούσει για τον Γκάντι, τον δικηγόρο που είχε σπουδάσει στο Λονδίνο και είχε αγωνιστεί κατά του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, νότια αποικία του στέμματος. Ούτε ο Γκάντι ήξερε πολλά για τη χώρα εκείνη, αν και επρόκειτο να ηγηθεί της ανεξαρτησίας της. «Ταξιδεύοντας γνώρισε τη χώρα του. Τις μεγάλες αποστάσεις τις έκανε πάντα με το τρένο. Ηθελε να συμβιώνει με τον απλό κόσμο, να ξέρει τι σκέπτονταν οι απλοί άνθρωποι και να είναι ένας από αυτούς» διηγείται η Τάρα Γκάντι Μπατατσάρτζι, η μόνη από τα οκτώ εγγόνια του Μαχάτμα που ζει στο Νέο Δελχί. Τα άλλα επτά είναι διασκορπισμένα σε διάφορα σημεία της Ινδίας ή ζουν στις ΗΠΑ.
Ζώντας και δουλεύοντας με τους ανθρώπους στα πιο απομακρυσμένα χωριά, γνώρισε και μοιράστηκε τις ανάγκες και τον τρόπο ζωής των συμπατριωτών του.
Ετσι κέρδισε το δημοφιλές παρωνύμιο Μαχάτμα (στα ινδικά σημαίνει «μεγάλη ψυχή»). Υιοθέτησε τη φτώχεια της μεγάλης πλειονότητας των συμπατριωτών του και, σαν κι αυτούς, ξεγυμνώθηκε από όλα όσα του φαίνονταν περιττά. Ποτέ πια δεν θα ξαναφορούσε παπούτσια αλλά σανδάλια. Και θα κάλυπτε το σώμα του μόνο από τη μέση και κάτω με ένα τραχύ πανί. Αφού η πλειονότητα των ανθρώπων της υπαίθρου μπορούσε να ζήσει χωρίς περισσότερα, γιατί να έχει αυτός άλλες ανάγκες;
Ο Γκάντι πάντα ταξίδευε στην τρίτη θέση, με μία και μοναδική εξαίρεση, όταν τον εμπόδισε μια αναπάντεχη ασθένεια. «Οι επιβάτες της τρίτης θέσης αντιμετωπίζονται σαν πρόβατα» παραπονιέται στην αυτοβιογραφία του. Εκεί περιγράφει και ένα συνηθισμένο ταξίδι με τρένο στην Ινδία της εποχής: οι επιβάτες πετούν σκουπίδια στο πάτωμα του κουπέ, φτύνουν παντού και φωνάζουν ασταμάτητα. Στον σταθμό του Νέου Δελχί είναι αδύνατον να βρεθεί σήμερα ένα βαγόνι που να «παραδέχεται» ότι είναι τρίτης θέσης. Ο πολιτικά ορθός χαρακτηρισμός είναι τώρα «γενικά διαμερίσματα». Οι ουσιαστικές συνθήκες όμως δεν είναι πολύ καλύτερες από αυτές που περιγράφει ο πατέρας της ανεξαρτησίας. Εντάξει, τώρα απαγορεύεται το κάπνισμα, αλλά ο επιβάτης αγνοεί τις ταμπέλες της διοίκησης. Στα περισσότερα βαγόνια υπάρχουν πάγκοι, γι΄ αυτό όσοι είναι τυχεροί μπορούν να ταξιδέψουν καθιστοί, έστω και στριμωγμένοι, στους 40 βαθμούς του καλοκαιριού στο Δελχί. Οι υπόλοιποι μένουν όρθιοι ή στρώνονται στο πάτωμα. Δεν είναι όμως πια δυνατόν το ταξίδι στη στέγη του τρένου, όπως βλέπουμε στις παλιές ταινίες που παρουσιάζουν τις εποχές πριν από την ανεξαρτησία.
O σιδηρόδρομος ήταν τότε μια εικόνα στενά δεμένη με τη ζωή του Μαχάτμα. Τον έδιωξαν με τη βία από ένα βαγόνι πρώτης θέσης στη Νότια Αφρική επειδή δεν ήταν λευκός και έτσι συνειδητοποίησε στο πετσί του τι σήμαινε η ανισότητα του ρατσισμού.
Αυτό γέννησε στο μυαλό του την ιδέα της «ειρηνικής αντίστασης», την οποία ονόμαζε Σατιαγκράχα, που στα σανσκριτικά σημαίνει περίπου «αδράχνω την αλήθεια», και την προσδιόριζε ως «προσήλωση σε έναν καλό σκοπό». Με αυτό το πρόγραμμα άρχισε να διδάσκει τον λαό πώς να αντιστέκεται στην αδικία, ακόμη και πώς να κουβαλά τον δικό του σταυρό, αλλά χωρίς να καταφεύγει ποτέ στη βία.
Αυτός που μπόρεσε να μετατρέψει τη μη βία σε πορεία για την απελευθέρωση μιας χερσονήσου δεν θα μπορούσε βέβαια να φανταστεί ότι η 60ή επέτειος του μεγάλου θριάμβου του θα εορταζόταν με τον τέταρτο μεγαλύτερο στρατό του κόσμου και μια συμφωνία για την ανάπτυξη πυρηνικού προγράμματος με τις ΗΠΑ. Η Τάρα Γκάντι φυλάει ανάμεσα στις πολυτιμότερες αναμνήσεις της τα σιδηροδρομικά ταξίδια με τον παππού της, που πέθανε το 1948, όταν εκείνη ήταν μόλις 14 ετών. «Πάντα τραγουδούσαμε ή παίζαμε στα ταξίδια. Μου κάνει εντύπωση που κανείς δεν αναφέρει πια την καλή του διάθεση. Παρά τα τεράστια προβλήματα που αντιμετώπιζε, ήξερε να ζει και πάντα διατηρούσε την ευθυμία του».
Η Τάρα, η οποία τώρα είναι αντιπρόεδρος του Gandhi Smriti, μιας οργάνωσης για τη διάδοση των σκέψεων του Μαχάτμα, δεν αφήνει να τη φωτογραφίσουμε με δικαιολογία ότι είναι αχτένιστη επειδή πέρασε μια αρρώστια. Και ποια ήταν τα μεγάλα ορόσημα στα ταξίδια του Γκάντι; «Ολα. Πάντα μάθαινε κάτι σε κάθε μέρος όπου πήγαινε και έλεγε ότι δεν ήταν ανάγκη να φέρει τον νου του μόνο σε ένα. Πήγε σχεδόν σε όλη την Ινδία. Δεν γνωρίζω χωριό όπου να μην έχει πάει ο Γκάντι» λέει η Τάρα. Και εδώ συμφωνούν και οι ειδικοί που ρωτήσαμε, μολονότι δεν υπάρχει καταγραφή των ατελείωτων δρομολογίων του Μαχάτμα.
Αυτό που είναι απολύτως βέβαιον είναι ότι περισσότερο καιρό έζησε στο άσραμ στο Αχμεταμπάντ, τότε πρωτεύουσα του κρατιδίου καταγωγής του, του Γκουτζαράτ. Σε αυτό το άσραμ ή κοινότητα που ίδρυσε στις όχθες του ποταμού Σαμπαρμάτι ο Μαχάτμα έλεγε ότι «οι πειραματισμοί του είναι η αλήθεια». Ζούσε μαζί με τους οπαδούς του και παρήγαν ό,τι τους χρειαζόταν για την καθημερινή επιβίωση. Πίστευαν ότι, για να αποφύγουν την εκμετάλλευση, κάθε χωριό έπρεπε να έχει αυτάρκεια. Ετσι έζησε επί 13 χρόνια, μέχρι που έφυγε από εκεί για την πορεία προς το Ντάντι, μία από τις πιο εμβληματικές στιγμές του κινήματος πολιτικής ανυπακοής.
O Γκάντι διέσχισε με τα πόδια τα 385 χιλιόμετρα από το άσραμ του ως τον μικρό παραλιακό οικισμό του Ντάντι. Σε μια αλυκή πήρε μια χούφτα άμμο για να την κάνει αλάτι. Αυτή ήταν η διαμαρτυρία του ενάντια στον φόρο που είχε επιβάλει στο αλάτι η Μεγάλη Βρετανία, τον οποίο θεωρούσε τρομερά άδικο. «Μετά τον αέρα και το νερό, το αλάτι είναι ίσως ό,τι πιο απαραίτητο για τη ζωή. Είναι το μοναδικό μπαχαρικό των φτωχών. Ο φόρος σε αυτό το αγαθό είναι ο πιο απάνθρωπος» έγραψε στην εφημερίδα που εξέδιδε προτού αναχωρήσει για να διασχίσει τον ωκεανό.
Ενα πελώριο και άτακτο πλήθος τον ακολούθησε ως την ακτή για να κάνουν μαζί με τον αρχηγό τους την τελετουργική χειρονομία για τη μετατροπή της άμμου από την παραλία σε αλάτι. Και η σκηνή επαναλήφθηκε σε κάθε γωνιά της χώρας. Μολονότι τον φυλάκισαν, όπως και χιλιάδες οπαδούς του, επέτυχε την ταύτιση του κοινού Ινδού με το κίνημα κατά του βρετανικού στέμματος, που ήταν ως τότε μονοπώλιο της ελίτ, των ανθρώπων με μόρφωση και πάντα υπό την ηγεσία των βαρόνων του Κόμματος του Κογκρέσου.
Η πορεία έκανε επίσης τον Γκάντι και την ειρηνική αντίστασή του να γίνουν γνωστοί σε όλον τον κόσμο. Το περιοδικό «Τime», που είχε αρχικά εκφράσει αμφιβολίες κατά πόσον ένας τόσο εύθραυστος άνθρωπος θα μπορούσε ακόμη και να περπατήσει όλα αυτά τα χιλιόμετρα ως τη θάλασσα, έδωσε τελικά στον Γκάντι τη διάκριση του ανθρώπου της χρονιάς για το 1930.
Φεύγοντας για τη θάλασσα ο Γκάντι υποσχέθηκε να μην επιστρέψει στο άσραμ του ώσπου η Ινδία να επιτύχει την ανεξαρτησία της. Αν και έζησε την αποχώρηση των Βρετανών, δεν επέστρεψε ποτέ στο Αχμεταμπάντ επειδή δολοφονήθηκε τον Ιανουάριο του 1948, μόλις λίγους μήνες μετά τη γέννηση του νέου κράτους.
Στις 15 Αυγούστου 1947- και σε μεγάλο βαθμό χάρη στη δράση του Γκάντι κατά των κατακτητών- ο Τζαβαχαρλάλ Νεχρού, ως πρωθυπουργός, μπόρεσε να εκφωνήσει την ομιλία για την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας. Μιλούσε από το Ερυθρό Φρούριο, ένα εντυπωσιακό φρούριο της εποχής της μογγολικής αυτοκρατορίας στην παλαιά πόλη του Δελχί. Εκεί, γύρω από το μνημείο που ανακηρύχθηκε το 2007 Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UΝΕSCΟ, χιλιάδες άνθρωποι ζητωκραύγασαν τον πατέρα της πατρίδας.
Ο Γκάντι όμως δεν συμμετείχε στους εορτασμούς. Αντίθετα, νήστευε. Η τιμή της ελευθερίας για την οποία τόσο είχε αγωνιστεί αποδείχθηκε απαράδεκτα υψηλή. Η ανεξαρτησία ισοδυναμούσε επίσης με διχοτόμηση. Το Πακιστάν ήταν το δώρο για την ανεξαρτησία στους μουσουλμάνους, που δεν ένιωθαν ότι τους εκπροσωπούσε το Κόμμα του Κογκρέσου. Η τελευταία ημέρα είχε σημαδευθεί από διαρκή επεισόδια μεταξύ ινδουιστών και μουσουλμάνων που ο Γκάντι δεν μπόρεσε να κάνει τίποτε για να σταματήσει και τα οποία κατέληξαν σε σειρά ταραχών με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς.
Ο Γκάντι δολοφονήθηκε μόλις πέντε μήνες αργότερα. Ενας νεαρός ονόματι Ναθουράμ Γκόντσε τον πλησίασε καθώς πήγαινε στον τόπο της καθημερινής προσευχής του στο Νέο Δελχί. Και αφού του άγγιξε τα πόδια σε ένδειξη σεβασμού, τον πυροβόλησε πολλές φορές εξ επαφής. Το συμβάν προκάλεσε παγκόσμια συγκίνηση και ένα από τα πιο ειλικρινή συλλυπητήρια μηνύματα ήταν αυτό του Αϊνστάιν. Ο πατροκτόνος δήλωσε αργότερα ότι το έκανε επειδή ο Γκάντι «ήταν συνέχεια υποχωρητικός στους μουσουλμάνους».
Τ ο μέρος όπου ο Μαχάτμα πέθανε και έζησε τις τελευταίες ημέρες του είναι σήμερα το Μουσείο Βirla Ηouse, από τα πιο σύγχρονα της Ινδίας. Εκτός από τις προβολές και τις ατέλειωτες διαδραστικές δραστηριότητες, υπάρχει και η ρόκα με την οποία ο Μπάπου, όπως τον αποκαλούσαν οι συμπατριώτες του, έκλωθε τα ρούχα του. Με αυτόν τον τρόπο έδινε το παράδειγμα για το τι έπρεπε να γίνει για να μην εισάγεται ρουχισμός από ινδικό βαμβάκι αλλά κατασκευασμένος στη Μεγάλη Βρετανία και πανάκριβος. Η ρόκα συμβόλιζε και μια μέθοδο για προσφορά εργασίας στους πιο φτωχούς. Ακόμη και τώρα πολλοί ινδοί πολιτικοί χρησιμοποιούν ρούχα από νήμα ρόκας ως σύμβολο εθνικισμού.
Το σημείο όπου δολοφονήθηκε ο Γκάντι βρίσκεται στην καρδιά του τότε ακμάζοντος Νέου Δελχί, μιας πόλης που οικοδομήθηκε υπό τις διαταγές του βρετανού αρχιτέκτονα σερ Εντουιν Λούτιενς. Είχαν περάσει μόλις 17 χρόνια από τότε που το βρετανικό στέμμα μετέφερε την πρωτεύουσα από την Καλκούτα στη νέα πόλη. Σήμερα τα επιβλητικά μαρμάρινα κτίρια, που συνδυάζουν με γραφικό τρόπο την κλασική ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική με τη γηγενή, είναι έδρες των υπηρεσιών της κυβέρνησης.
Τα Σαββατοκύριακα οι οικογένειες κάνουν τον περίπατό τους γύρω από την Πύλη της Ινδίας, μνημείο προς τιμήν των περισσότερων από 70.000 στρατιωτών της χώρας που σκοτώθηκαν πολεμώντας για τη βρετανική αυτοκρατορία. Απέναντι στην ιστορική Πύλη βρίσκεται η Ραστραπάτι Μπαουάν, η προεδρική κατοικία, όπου κατοικεί η πρώτη γυναίκα πρόεδρος της χώρας, η 70χρονη Πρατίμπα Πάτιλ.
Σε αυτή τη χώρα, όπου οι διακρίσεις εις βάρος των γυναικών είναι καθημερινή υπόθεση, οι εξαιρέσεις είναι αξιοπρόσεκτες. Στη θέση με τη μεγαλύτερη πολιτική ισχύ έχει υπηρετήσει και μία γυναίκα, η Σόνια Γκάντι, η οποία, εκτός από όλα τα άλλα, δεν είναι Ινδή αλλά Ιταλίδα. Και ένα από τα πρόσωπα που παρέμειναν περισσότερο χρόνο στην εξουσία ήταν η Ιντιρα Γκάντι, η οποία δεν είχε καμία συγγένεια με τον Μαχάτμα, παρά το επώνυμο. «Δεν ξέρουμε ποια θα ήταν η εξέλιξη του κινήματος για την ανεξαρτησία χωρίς τον Γκάντι, ο αγώνας του όμως για την ισότητα και τον διάλογο μεταξύ θρησκειών υπήρξε καίριος ώστε να αποκτήσει η Ινδία ένα κοσμικό σύνταγμα και να μειωθούν οι ανισότητες από το σύστημα με τις κάστες» λέει σε μια συνέντευξή της η εθνική βουλευτής Νόρμαλα Ντεσπάντε.
«Αν ζούσε σήμερα, ο Γκάντι θα έλεγε ότι επιτύχαμε την ελευθερία να διοικούμαστε μόνοι μας, αλλά ο καθένας θα πρέπει να συνεχίσει να αναζητεί τη δική του αλήθεια» δηλώνει η εγγονή του Τάρα Γκάντι.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου