Η Μιτρ Σκουέαρ (Μitre Square), κοντά στο Αλντγκεϊτ (Αldgate), είναι μια μικρή, ήσυχη πλατειούλα, εντελώς συνηθισμένη στο φως της ημέρας. Οταν όμως πέσει η νύχτα, η ατμόσφαιρα αλλάζει. Δεκάδες άτομα, περισσότερα από 100 ορισμένες φορές, συνωστίζονται σχεδόν κάθε βράδυ στη Μιτρ Σκουέαρ και κοιτάζουν το άδειο παγκάκι. Οσμίζονται, αφουγκράζονται, διερευνούν τις σκιές και φαντάζονται αυτό που συνέβη κάποτε στο σημείο που καταλαμβάνει σήμερα το ξύλινο παγκάκι: μια γυναίκα νεκρή, ένα μακάβριο τελετουργικό, αίμα, εντόσθια και μια φευγαλέα σιλουέτα. Προσέρχονται σε αυτό το μέρος, καθώς και σε άλλες γωνιές του λονδρέζικου Εast Εnd, σε αναζήτηση του μακρινού απόηχου κάποιων εγκλημάτων που διαπράχθηκαν πριν από περισσότερα από 100 χρόνια.
Ελάχιστα είναι τα σημεία που διασώζονται από το Γουάιτσαπελ του 1888. Η λευκή εκκλησία, η επονομαζόμενη Whitechapel, δύο παμπ (η Τen Βells και η Ρrincess Αlice), κάποιοι χώροι και το λιθόστρωτο εκείνης της εποχής, όπως στη Μιτρ Σκουέαρ. Δεν έχει σημασία. Η αναζήτηση του διασημότερου δολοφόνου όλων των εποχών συνεχίζεται. Ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης, του οποίου η ταυτότητα σήμερα όπως και τότε αγνοείται, έχει μετατραπεί σε μύθο. Γύρω από το πρόσωπό του περιστρέφονται μια επικερδής τουριστική επιχείρηση, ένα ανεξάντλητο εκδοτικό φαινόμενο (τα βιβλιοπωλεία του Λονδίνου διαθέτουν ειδικές προθήκες με δεκάδες τόμους) και μια στρατιά από παθιασμένους ντετέκτιβ. Υπάρχουν, επίσης, και τρία μονοθεματικά περιοδικά: «Τhe Ripperologist», « Τhe Whitechapel Journal» και «Ripperana».
Ο Φρογκ Μούντι, ένας προσηνής σαραντάρης, αποτελεί μέρος του παγκόσμιου δικτύου που εξακολουθεί να καταδιώκει τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη. Επιπλέον, είναι γραμματέας της Λέσχης Whitechapel 1888, που αναλύει, επεξεργάζεται και ταξινομεί τα ευρήματα των παράξενων αυτών ντετέκτιβ γνωστών ως ριπερολόγων ( ripperologists, από το ripper=αντεροβγάλτης ). Η λέσχη, που αριθμεί περισσότερα από 400 μέλη στις πέντε ηπείρους, ονομαζόταν ως πρόσφατα Cloak and Dagger Club (=Λέσχη της Κάπας και του Στιλέτου). Το όνομα άλλαξε γιατί δεν ενέπνεε τον προσήκοντα σεβασμό. Ο σκοπός της, ωστόσο, παραμένει ο ίδιος. «Ξέρω τι σκέφτεστε» λέει ο Μούντι, καθισμένος σε ένα τραπέζι στην Ρrincesa Αlice. «Και εγώ ο ίδιος αναρωτιέμαι πολλές φορές» παραδέχεται «πώς μπορεί κανείς να ανήκει σε μια λέσχη που ως αντικείμενό της έχει ειδεχθή εγκλήματα; Δεν μπορώ να σας δώσω σαφή απάντηση. Πρέπει να διαχωρίσουμε τα φριχτά γεγονότα του τότε από το σημερινό παιχνίδι των ντετέκτιβ. Και πρέπει να λάβουμε υπόψη το πολύ ειδικό κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο έκανε την εμφάνισή του ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης, καθώς και τις συνέπειες των φόνων του. Δεν παύουμε να είμαστε ιστορικοί ερευνητές, με όλες τις ιδιαιτερότητες που μας χαρακτηρίζουν».
Ας ξαναδούμε τα δεδομένα. Οι ριπερολόγοι θεωρούν ότι ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης διέπραξε πέντε φόνους (τέσσερις υποστηρίζουν κάποιοι άλλοι) που στη γλώσσα του επαγγέλματος αποκαλούνται τυπικά περιστατικά. Το πρώτο θύμα ήταν η Μαίρη Αν Πόλι - Νίκολς, 43 ετών, η οποία βρέθηκε νεκρή στην Βucks Row (σημερινή Durward Street) στις 3.40 της 31ης Αυγούστου 1888. Το δεύτερο ήταν η Ανι Τσάπμαν, 47 ετών, που βρέθηκε στις 6.00 της 8ης Σεπτεμβρίου σε μια αυλή στη Ηanbury Street. Το τρίτο θύμα, το λιγότερο τυπικό, ήταν η Ελίζαμπεθ Στράιντ, 43 ετών, την οποία βρήκαν νεκρή στη 1.00 της 3ης Σεπτεμβρίου σε μια πύλη στην Βerners Street (σημερινή Ηenriques Street). Κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης δεν θα μπορούσε να έχει σκοτώσει τη Στράιντ γιατί το ίδιο βράδυ στη Μιτρ Σκουέαρ βρέθηκε αποκεφαλισμένη και ακρωτηριασμένη η Κάθριν Εντοους, 46 ετών. Οπως και να ΄χει η 30ή Σεπτεμβρίου είναι η ημερομηνία του λεγόμενου «διπλού περιστατικού» και κεντρίζει ιδιαίτερα το ενδιαφέρον των ριπερολόγων. Στις 9 Σεπτεμβρίου, σε ένα καταγώγιο της Dorset Street, εμφανίστηκε το τελευταίο θύμα: η Μαίρη Τζιν Κέλι, 25 ετών. Είναι το θύμα που υπέστη τον πιο φριχτό ακρωτηριασμό.
«Κοιτάξτε, κοιτάξτε». Η Λίντσεϊ Σίβιτερ, μια ξανθιά νεαρή κοπέλα, ακουμπάει στο τραπέζι τη φωτογραφία του πτώματος της Κέλι, έτσι ακριβώς όπως βρέθηκε από την αστυνομία. Είναι προτιμότερο να μην υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες. Η εικόνα, αρκετά γνωστή, είναι σοκαριστική. Η Σίβιτερ είναι μια συμπαθέστατη κοπέλα που εργάζεται στο μουσείο του Λονδίνου. Τα βράδια εκτελεί μια ιδιότυπη εργασία: ξεναγεί τους τουρίστες στα σημεία όπου διαπράχθηκαν τα εγκλήματα του Τζακ του Αντεροβγάλτη. «Το 1988 ήμουν 12 ετών και το ΒΒC για τη συμπλήρωση των 100 χρόνων από τα εγκλήματα του Τζακ του Αντεροβγάλτη πρόβαλε μια ταινία με πρωταγωνιστή τον Μάικλ Κέιν, η οποία υποδείκνυε ως υπόπτους τα μέλη της βασιλικής οικογένειας. «Εκείνη η ταινία μου ενέπνευσε το πάθος για αυτή την υπόθεση, το οποίο, όπως βλέπετε, διαρκεί ως σήμερα» εξηγεί. Η Σίβιτερ περνάει ολόκληρο τον ελεύθερο χρόνο της στις βιβλιοθήκες σκαλίζοντας εφημερίδες και περιοδικά. Ετοιμάζει ένα βιβλίο για έναν από τους παραδοσιακούς υπόπτους, τον χειρουργό Γουίλιαμ Γκαλ, γιατρό της βασίλισσας Βικτωρίας. Και τα βράδια συνοδεύει τους τουρίστες.
«Το πρώτο πράγμα που τους λέω» εξηγεί «είναι ότι πρέπει να αποβάλουν κάποια κλισέ, όπως για παράδειγμα αυτό της ομίχλης. Κανένα από τα βράδια εκείνα δεν είχε ομίχλη. Επίσης, θα πρέπει να ξεχάσουν την κλασική εικόνα του δολοφόνου με το ημίψηλο καπέλο και το βαλιτσάκι: η εικόνα αυτή κυκλοφόρησε και διαδόθηκε από τον λαϊκό Τύπο της εποχής, που πίστευε ότι μόνον ένας πλούσιος θα μπορούσε να διαπράττει ατιμωρητί τέτοιου είδους εγκλήματα».
Η ταυτότητα του δολοφόνου παραμένει άγνωστη. Δρούσε πάντοτε το Σαββατοκύριακο, γεγονός που μας οδηγεί να υποθέσουμε ότι από τη Δευτέρα ως την Παρασκευή κάπου εργαζόταν. Σκότωνε τα θύματά του κόβοντάς τους τη σφαγίτιδα φλέβα και στη συνέχεια κατακρεουργούσε το πτώμα. Ηταν επιδέξιος με το μαχαίρι: εκτιμάται ότι διαμέλισε το σώμα της Εντοους, του θύματος της Μιτρ Σκουέαρ, σε λιγότερο από πέντε λεπτά... και δεν μιλάμε για κάποιον που απλώς τεμάχιζε: αφαιρούσε χειρουργικά τα όργανα και τα τοποθετούσε με τάξη γύρω από το θύμα. Αυτά είναι, λίγο- πολύ, τα δεδομένα. Τα υπόλοιπα είναι απλές εικασίες. Ούτε και το προσωνύμιο είναι αυθεντικό. Τα γράμματα που έλαβε το 1888 η Σκότλαντ Γιαρντ με την υπογραφή «Τζακ ο Αντεροβγάλτης», στην πραγματικότητα είχαν γραφεί από έναν δημοσιογράφο του Κεντρικού Πρακτορείου Ειδήσεων. Από τα περίφημα αυτά γράμματα μόνον ένα, που έχει τίτλο «From Ηell» («Από την Κόλαση») και συνοδευόταν από μισό ανθρώπινο νεφρό το οποίο θεωρητικά ανήκε στο τέταρτο θύμα, υπάρχει ελάχιστη πιθανότητα να συντάχτηκε από τον δολοφόνο που διέφευγε σαν χέλι.
Γιατί αυτά τα εγκλήματα απέκτησαν αμέσως παγκόσμια φήμη; Γιατί εξακολουθούν να ελκύουν την περιέργεια ενός ευρύτατου κοινού; Στην πρώτη ερώτηση δίνει απάντηση ο Ντόναλντ Ράμπελοου, πρώην αστυνομικός, πρώην διευθυντής του Μουσείου Εγκλήματος της Σκότλαντ Γιαρντ και ένας από τους πιο διακεκριμένους ριπερολόγους, στην εισαγωγή του «Τhe Complete Jack, Τhe Ripper» («Τα πάντα για τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη»), το 1975, ενός κλασικού στο είδος του βιβλίου. Ο Ράμπελοου επισημαίνει ότι το 1888 το Γουάιτσαπελ ήταν μια πυριτιδαποθήκη έτοιμη να εκραγεί. Σχεδόν ένα εκατομμύριο άτομα, μετανάστες στην πλειονότητά τους, στοιβάζονταν σε μια συνοικία δύσοσμη και εξαιρετικά υποβαθμισμένη. Ο Τζακ Λόντον πέρασε κάποιες βδομάδες στο Γουάιτσαπελ αναζητώντας δυνατές συγκινήσεις και συνόψισε τις εντυπώσεις του σε δύο λέξεις: «Η Κόλαση». Σε κάθε δωμάτιο κοιμόντουσαν κατά μέσον όρο έξι άτομα. Η ανεργία, η εξαθλίωση και ο αλκοολισμός αφθονούσαν. Οι γυναίκες, όπως συνέβαινε και με τα θύματα του Τζακ του Αντεροβγάλτη, κατέφευγαν στην πορνεία για να βγάλουν κάποια χρήματα. Η βικτωριανή κοινωνία, πουριτανική και ιδεαλιστική ταυτόχρονα, βίωνε ένα μείγμα απέχθειας και έλξης για το το Γουάιτσαπελ και την περιοχή του Ιστ Εντ.
Τότε λοιπόν εμφανίστηκε ένας μοντέρνος δολοφόνος: ένας παράφρονας που σκότωνε για σκοτεινούς σεξουαλικούς λόγους, χωρίς όμως να βιάζει τα θύματά του. Η Σκότλαντ Γιαρντ δυσκολεύτηκε πολύ να καταλάβει ότι είχε να αντιμετωπίσει ένα νέο, χαρακτηριστικά αστικό φαινόμενο. Η καινοτομία και η ασυνήθιστη σκληρότητα των φόνων κέντρισαν το ενδιαφέρον του Αρθουρ Κόναν Ντόιλ, ο οποίος εκείνη την εποχή επινόησε τον χαρακτήρα του Σέρλοκ Χολμς. Επίσης προσέλκυσαν τον σοσιαλιστή συγγραφέα και βραβευμένο με Νομπέλ Λογοτεχνίας Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, σύμφωνα με τον οποίο ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης ήταν «ένας επαναστάτης» που «εξέθεσε την εξαθλίωση του Γουάιτσαπελ στα βλέμματα όλων».
Οσο για τη διαρκή έλξη που ασκεί ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης, σημαντικό ρόλο παίζουν το μυστήριο που περιβάλλει τον δολοφόνο και το παιχνίδι της αναζήτησης στοιχείων σε σχέση με την ταυτότητά του. Σημαντικό ρόλο όμως παίζει και η νοσηρή περιέργεια. Αρκεί να θυμηθούμε ένα περιστατικό που συνέβη πρόσφατα σε μία από τις συναντήσεις των ριπερολόγων της Λέσχης Whitechapel 1888. Η Λέσχη συνεδριάζει στην παμπ Ρrincesa Αlice, ένα κτίσμα που υπάρχει ακόμη από εκείνη την εποχή. Η συγγραφέας Πατρίσια Κόρνγουελ εξέδωσε το 2002 ένα βιβλίο στο οποίο καταδείκνυε τον δικό της ύποπτο, τον ζωγράφο Γουόλτερ Σίκερτ. Τώρα ξαναγράφει το βιβλίο βασιζόμενη στη γνωμάτευση του Πολ Μπεγκ, φημισμένου ριπερολόγου, και θέλησε να παρουσιάσει προκαταρκτικά κάποια νέα συμπεράσματα ενώπιον μιας ομάδας ειδικών. Για να επεξηγήσει ένα συγκεκριμένο ζήτημα σχετικό με τον φόνο της Μαίρης Τζέιν Κέλι τοποθέτησε μια μάζα κρέατος επάνω στο τραπέζι, την τύλιξε με ένα σεντόνι και άρχισε να τη μαχαιρώνει με αυξανόμενη μανία. Η εικόνα αυτή μιλάει από μόνη της. Είναι δυνατόν αυτή τη στιγμή να διαπιστωθεί η ταυτότητα του Τζακ του Αντεροβγάλτη; Οχι, φυσικά. Το μόνο που μπορεί να γίνει είναι η κατάδειξη πιθανών υπόπτων. Ωστόσο το παιχνίδι απαρτίζεται από πολλά στοιχεία. Ενα μεγάλο μέρος του αστυνομικού αρχείου εξαφανίστηκε τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, γιατί κάποιοι ριπερολόγοι και συλλέκτες υπεξαίρεσαν πρωτότυπα έγγραφα από τη Σκότλαντ Γιαρντ. Η ανάκτηση αυτών των πρωτοτύπων (μόνο αντίγραφα διατηρούνται) είναι ένας από τους στόχους. Ενας άλλος, φυσικά, είναι η εξέλιξη της έρευνας και η ανακάλυψη νέων στοιχείων. Αυτή τη στιγμή δεκάδες ριπερολόγοι αναζητούν μια φωτογραφία του Φρέντερικ Αμπερλαϊν, του επιθεωρητή που ασχολήθηκε άμεσα με τα εγκλήματα. Οταν έφυγε από τη Σκότλαντ Γιαρντ, ο Αμπερλαϊν μετανάστευσε στις ΗΠΑ για να εργασθεί στο γραφείο του ντετέκτιβ Πίνκερτον. Στα αρχεία του Πίνκερτον, σε κάποιο ξεχασμένο συρτάρι, θα πρέπει να υπάρχει μία φωτογραφία του Αμπερλαϊν. Σε αυτό στηρίζονται όσοι συμμετέχουν στην αναζήτηση.
Κ ατά καιρούς εμφανίζονται πολύτιμα στοιχεία. Το 1959 βρέθηκε μία απόρρητη αναφορά που είχε συντάξει το 1894 ο σερ Μέλβιλ Μάκναχτεν, αρχηγός της αστυνομίας εκείνη την εποχή, στην οποία έκανε λόγο για τρεις υπόπτους: τον δικηγόρο Μόνταγκιου Τζον Ντρούιτ (αυτοκτόνησε λίγο μετά τα εγκλήματα), έναν εβραίο πολωνικής καταγωγής ονόματι Ααρoν Κοσμίνσκι, ο οποίος εισήχθη σε φρενοκομείο το 1891, και τον Μάικλ Οστρόγκ, έναν εγκληματία ρωσικής καταγωγής. Πριν από λίγα χρόνια ανακαλύφθηκαν μέσα σε βιβλίο κάποιες χειρόγραφες σημειώσεις γραμμένες από τον Ντόναλντ Σουόνσον, επιθεωρητή της Σκότλαντ Γιαρντ το 1888. Οι σημειώσεις, γνωστές ως Swanson΄s Μarginalia, ανέφεραν ότι ο Τζακ είχε εντοπιστεί σε ένα φρενοκομείο και κατέληγαν με τη φράση: «Ο Κοσμίνσκι ήταν ο ύποπτος». Το 1992 εμφανίστηκε ένα ημερολόγιο, το οποίο αποδόθηκε σε έναν έμπορο από το Λίβερπουλ, τον Τζέιμς Μέιμπρικ, στο οποίο ομολογούσε ότι ήταν ο δολοφόνος. Ούτε ο Μακνάχτεν ούτε ο Σουόνσον κατάφεραν να αποκαλύψουν την ταυτότητα τον Τζακ του Αντεροβγάλτη, ενώ τα ημερολόγια του Μέιμπρικ ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, πλαστά. Τα τρία αυτά ευρήματα όμως έδωσαν νέα πνοή στο παιχνίδι.
Οι τουριστικές περιηγήσεις στοιχίζουν έξι στερλίνες (8,85 ευρώ)- οι πιο εκλεκτές είναι αυτές που προσφέρουν ξενάγηση από τον ίδιο τον Ντόναλντ Ράμπελοου-, ξεκινούν συνήθως από τον σταθμό του μετρό του Αλντγκεϊτ Ιστ και έχουν ως άξονα την Κομέρσιαλ Στριτ, γιατί σε αυτόν τον δρόμο βρίσκονται οι δύο παμπ που υπάρχουν ακόμη από το 1888 και στις οποίες σύχναζαν τα θύματα και, υποθετικά, ο ίδιος ο δολοφόνος: η Ρrincess Αlice και η Τen Βells. Το 1888 η Τen Βells άλλαξε το όνομά της σε Τhe Jack Τhe Ripper, μετατρεπόμενο σε μουσείο αμφίβολης αισθητικής. Σήμερα, υπό τη νέα διεύθυνση, είναι ένα πολύ φυσιολογικό μπαρ, το οποίο ωστόσο αποπνέει κάτι σκοτεινό και ζοφερό. Πέρυσι, κατά τη διάρκεια μιας ανακαίνισης, βρέθηκε ένα δέμα με μωρουδιακά ρούχα του 19ου αιώνα. Ολα ήταν σκισμένα με μαχαίρι. Με αυτή την παμπ συμβαίνει ό,τι και με την υπόλοιπη συνοικία: έχει αλλάξει, αλλά αρκεί λίγη φαντασία για να αναβιώσει κανείς την ατμόσφαιρα που περιέβαλλε τον Τζακ.
Κάποιοι δρόμοι, όπως η Fashion Street, διατηρούν τα χαρακτηριστικά του 19ου αιώνα. Οι τουρίστες του εγκλήματος διαθέτουν χάρτες της εποχής και περιεργάζονται με κρυφή απόλαυση τις εξαιρετικά μακάβριες φωτογραφίες που διευκολύνουν τους ξεναγούς. Η Λίντσεϊ Σίβιτερ συνήθιζε να λέει το τραγούδι που ακούστηκε να τραγουδούν στην Κέλι, το τελευταίο θύμα, λίγο προτού πεθάνει. Δεν το κάνει πλέον. Προσπαθεί να μην ενοχλεί τη γειτονιά, γιατί πολλές συμμορίες νέων από τη Σρι Λάνκα (την εθνότητα που κυριαρχεί σήμερα στη συνοικία) συνηθίζουν να παρενοχλούν τα γκρουπ των τουριστών με βρισιές και πετροβολήματα. «Το Γουάιτσαπελ εξακολουθεί να είναι μια περιοχή υποβαθμισμένη, δύσκολη και επικίνδυνη τη νύχτα αλλά με άλλον τρόπο» σχολιάζει ο Φρογκ Μούντι. Σε γενικές γραμμές οι ασιάτες κάτοικοι δεν δείχνουν το παραμικρό ενδιαφέρον για αυτή την παλιά ιστορία. «Ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης; Α, ναι, εκείνα τα εγκλήματα» αναστενάζει ο ιδιοκτήτης του Τactrom, ενός μαγαζιού με φθηνά ρούχα. Η επιχείρηση είναι άλλο πράγμα: «Η υπόθεση του Τζακ προσελκύει κόσμο και βοηθάει τους εμπόρους» λέει η ξεναγός Σίβιτερ.
Τα παιδιά των Ασιατών της γειτονιάς μαθαίνουν τις πρώτες αγγλικές λέξεις τους με ένα παλιό τραγούδι που ακόμη ακούγεται τα απογεύματα στα παιδικά παιχνίδια: «Jack, the Ripper, is dead, and lying on his bed. Ηe cut his throat with Sunlight soap» («Ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης είναι νεκρός, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Εκοψε τον λαιμό του με σαπούνι Σάνλαϊτ»). Αν ο ακροατής είναι προδιατεθειμένος, ακόμη και αυτό το τραγούδι έχει κάτι το σκοτεινό.
τα πάντα για τον περιβόητο Jack !!
ΑπάντησηΔιαγραφή