Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

Ο κοσμικός σούπερσταρ του εγκλήματος


Ο Αλ (εκ του Αλφόνσο) Καπόνε, ο διαβόητος αμερικανός γκάνγκστερ, γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1899 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης * Το τέταρτο από τα εννέα παιδιά των Καπόνε, μεταναστών από τη Νάπολι της Ιταλίας, εγκατέλειψε το σχολείο σε ηλικία 12 ετών και άρχισε να αλητεύει ανενόχλητος στις φτωχογειτονιές του «Μεγάλου Μήλου» * Στη διάρκεια μιας συμπλοκής στο μπαρ Harvard Inn του Κόνι Αϊλαντ ο αδελφός μιας κοπέλας που δέχθηκε από τον Καπόνε ένα τολμηρό σχόλιο για το καλλίγραμμο των οπισθίων της χάραξε το αριστερό του μάγουλο με μαχαίρι (κατ' άλλους με ξυράφι). Εκτοτε η πιάτσα τον βάπτισε με το προσωνύμιο «Scarface» (= Σημαδεμένος) * Σε ηλικία 19 ετών γνώρισε την κατά δύο χρόνια μεγαλύτερή του Ιρλανδή Μέι Κόλιν. Παντρεύτηκαν λίγο μετά τη γέννηση του γιου τους Αλμπερτ Φράνσις («Σάνι»). Το μωρό έδειχνε απόλυτα υγιές, ώσπου διεγνώσθη ότι πάσχει από σύφιλη, «κληροδότημα» του μπερμπάντη πατέρα του * Ο Αλ Καπόνε είχε ήδη ενταχθεί στη συμμορία του Τζόνι Τόριο ο οποίος εκτιμώντας την πλήρη αφοσίωσή του δεν άργησε να τον καλέσει (1919) μαζί του στο Σικάγο * Ανέβηκε γρήγορα ακόμη περισσότερο στην εκτίμησή του και στη μαφιόζικη ιεραρχία όταν διαδόθηκε ότι έβγαλε από τη μέση τον «Μεγάλο Τζιμ» Κολόζιμο, αφεντικό του Τόριο στη γιγάντια επιχείρηση πορνείας που είχε στηθεί στο Σικάγο * Το 1920 με την εφαρμογή του Νόμου της Ποτοαπαγόρευσης, που εγκαινίασε μια καινούργια ζοφερή σελίδα στην πολύτομη ιστορία του οργανωμένου εγκλήματος στις ΗΠΑ, οι δύο συνεργάτες διακρίθηκαν στο επονομαζόμενο «bootlegging» (= «λαθρεμπόριο οινοπνευματωδών ποτών») * Το 1925, όταν ο Τόριο βγήκε στη σύνταξη, ο Καπόνε πήρε τα ηνία της επιχείρησης * Δεν άργησε να ανακηρυχθεί αυτοκράτορας του οργανωμένου εγκλήματος στο Σικάγο. Εκτός από τα λίτρα αλκοόλ που πέρασαν από τα χέρια του, η αυτοκρατορία του περιελάμβανε χαρτοπαικτικές λέσχες, πορνεία, τοκογλυφία, εκβιασμούς παντός είδους και αλλεπάλληλες επιδρομές εξόντωσης των αντιπάλων του * Το 1927 η περιουσία του άγγιξε τα 100 εκατ. δολάρια * Δύο χρόνια αργότερα έγινε ο ενορχηστρωτής της παροιμιώδους πλέον Σφαγής της Νύχτας του Αγίου Βαλεντίνου: στις 14 Φεβρουαρίου 1929 σε ένα γκαράζ της βόρειας πλευράς της πόλης, τα πρωτοπαλίκαρα της «συμμορίας» του γάζωσαν με αυτόματα σχεδόν όλη την αντίπαλη συμμορία του Μπαγκς Μόργκαν, επιβεβαιώνοντας τη μονοκρατορία του Καπόνε επί των εδαφών του Σικάγου * Για πολλά χρόνια οι αστυνομικές αρχές αδυνατούσαν να τον «στριμώξουν» * Τον Ιούνιο του 1931 παραπέμφθηκε αισίως στη Δικαιοσύνη για το αμελητέο (σε σχέση με αυτά που είχε στην πραγματικότητα διαπράξει) αδίκημα της... φοροδιαφυγής. Καταδικάστηκε σε 11 χρόνια φυλάκιση και πρόστιμο 80.000 δολαρίων * Το 1932 κλείστηκε στις φυλακές της Ατλάντα ενώ δύο χρόνια αργότερα μεταφέρθηκε στο σωφρονιστικό ίδρυμα που θα έριχνε το ηθικό και αυτού ακόμη του κόμητος Μοντεχρήστου: στο Αλκατράζ * Καθώς υπέφερε από γενική πάρεση (παράλυση που συνοδεύει το τελευταίο στάδιο της σύφιλης) το 1939 αποφυλακίστηκε και διακομίστηκε σε νοσοκομείο της Βαλτιμόρης * Πέθανε σε ηλικία 48 ετών εγκαταλελειμμένος ακόμη και από τους εχθρούς του στο κτήμα του στη Φλόριδα.

Οι δύο Σικελοί έπρεπε να βγουν από τη μέση. Ηταν πια απρόσεκτοι και είχαν αρχίσει κάτι ύποπτα νταραβέρια με τον Λεονάρντο τον «Ατριχο». Stronzo, αν δεν είσαι σε θέση να βαστάς τα γκέμια ούτε σε αυτούς τους «δικούς» σου, καλύτερα να τρέξεις να σιδερώσεις το καλό σου κοστούμι, γιατί αύριο, μεθαύριο θα γίνει η δική σου κηδεία. Πάνω απ' όλα όμως, οι τύποι. Πριν από το ξεπάστρεμα, η φιλοξενία. Σήκωσε το ποτήρι του χαμογελώντας πατρικά και ήπιε στην υγειά τους. Saluto, Scalise! Saluto, Anselmi! Ο Τζον Σκαλίζε και ο Αλμπερτ Ανσέλμι, οι δύο βδελυροί γαργαντούες με τα ιδρωμένα, λιπαρά πρόσωπα, είχαν πια φάει του σκασμού και ρεύονταν μακάριοι πορφυρό κρασί, το εκλεκτότερο της προσωπικής κάβας του.


Λίγο μετά τα μεσάνυχτα έκανε λίγο πιο πίσω την καρέκλα του. Το χαμόγελό του έσβησε και μια νεκρική σιωπή απλώθηκε στην αίθουσα. Ο Σκάλιζε και ο Ανσέλμι κοίταζαν δεξιά και αριστερά στο μακρόστενο τραπέζι. Εγειρε προς το μέρος τους. Ωστε νόμιζαν ότι θα του την έφερναν; Ωστε νόμιζαν ότι θα μπορούσαν να τη βγάλουν καθαρή έχοντας διαπράξει το μοναδικό έγκλημα που δεν μπορούσε να συγχωρήσει ­ την προδοσία; Οπως και οι άλλοι καλεσμένοι, είχαν αφήσει τα όπλα τους στην γκαρνταρόμπα. Οι μπράβοι του Αλ Καπόνε όρμηξαν πάνω τους, τους έδεσαν στην καρέκλα, τους φίμωσαν το στόμα. Ο ίδιος, αληθινός Μπέιμπ Ρουθ [Μπέιμπ Ρουθ: φημισμένος παίκτης του μπέιζμπολ] της μαφίας, σηκώθηκε όρθιος κρατώντας ένα μπαστούνι του μπέιζμπολ. Περπάτησε κατά μήκος του τραπεζιού και στάθηκε πίσω από τον ένα Σικελό. Με τα δυο του χέρια σήκωσε το μπαστούνι και τον χτύπησε με όλη του τη δύναμη. Αργά και μεθοδικά συνέχισε να τον χτυπάει ­ ώσπου απέμεινε μια άμορφη μάζα από σπασμένα κόκαλα και σακατεμένη σάρκα. Προχώρησε στον δεύτερο. Σε λίγο ένας από τους «μπράβους» του έφερε το ρεβόλβερ και πυροβόλησε τους δύο άνδρες στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Χα, χα, ελπίζω την επόμενη φορά να είναι πιο καλά παιδιά!

Στα μέσα της δεκαετίας του '30 ο Αλ (εξαμερικανισμός του ιταλικού «Αλφόνσο») Καπόνε δεν ήταν απλώς ένας ακόμη άρχοντας του υποκόσμου. Ηταν ένας Ροκφέλερ του οργανωμένου εγκλήματος, ένας στυλοβάτης της (παρα)οικονομίας των ΗΠΑ, ένας εξέχων παράγων της τοπικής κοινωνίας του Σικάγου με πολλούς φίλους σε σημαίνουσες θέσεις, ένας κοσμικός μπίζνεσμαν με δεκάδες ανθρώπους στη «δούλεψή» του, ένας ευεργέτης της πολυπληθέστατης φαμίλιας των ιταλών μεταναστών που διατηρούσε το «αρχηγείο» του σε σουίτες πολυτελών ξενοδοχείων (προς 1.500 δολάρια τη βραδιά), οικογενειάρχης, αβρόφρων, ντυμένος στην πένα, ένας εγκληματίας που πήγαινε στην όπερα ενώ είχε δικά του πλείστα «αγαθοεργή καταστήματα», ήτοι χαρτοπαικτικές λέσχες, πορνεία, νάιτκλαμπ, παράνομα ποτοπωλεία («speakeasies») μέσα και έξω από την πόλη. Αυτό το ιδιάζον (για εγκληματία του βεληνεκούς του) προφίλ οικοδομήθηκε χάρη στη συμβουλή του φίλου του εκδότη εφημερίδας Χάρι Ριντ: «Σταμάτα να κρύβεσαι. Βγες έξω και να 'σαι ευγενής με τους ανθρώπους».


Η αλήθεια βέβαια είναι ότι η συμβουλή θα έπεφτε στο κενό χωρίς την ανοχή και τη συναίνεση των πολιτικών παραγόντων. Σχεδόν κάθε μέρα ο Καπόνε επισκεπτόταν το σύμπλεγμα των κτιρίων που εκτός από δημαρχείο χρησίμευε και ως έδρα της κομητείας (δεν ήταν άλλωστε και τόσο αβάσιμες οι φήμες που ήθελαν τον δήμαρχο «Μπιγκ Μπιλ» Τόμσον πιο διεφθαρμένο από όλες τις οικογένειες των μαφιόζων μαζί). Η αστυνομία και τα λαγωνικά των ομοσπονδιακών έσπαγαν μερόνυχτα ολόκληρα το κεφάλι τους πώς θα τον «στριμώξουν» και εκείνος συνέχιζε ανενόχλητος να κόβει βόλτες, άνετος, χαμογελαστός, κεφάτος, figlio di puta, αυτός ο μαφιόζος ήξερε από μάρκετινγκ. Η χάρη του δεν άργησε να προσελκύσει το ενδιαφέρον του ίδιου του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Χέρμπερτ Χούβερ που μετά την παροιμιώδη Σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου (στις 14 Φεβρουαρίου 1929, όταν οι μπράβοι του Καπόνε ξέκαναν με αρκετά θεαματικό τρόπο ολάκερη την αντίπαλη συμμορία του Μπαγκς Μόραν), έδωσε διαταγή στους ομοσπονδιακούς πράκτορες να τσακώσουν αυτόν τον Νο. 1 δημόσιο κίνδυνο.


Και όμως, ίσως το πιο ενδιαφέρον στην ιστορία του βασιλιά των αμερικανών γκάνγκστερ να μην είναι ούτε το μένος των απανταχού τιμωρών του που έμοιαζαν να κυνηγούν ένα φάντασμα ούτε το ενορχηστρωμένο ξεπάστρεμα των αντιπάλων του ούτε η κοσμοθεωρία του («έχω κτίσει την οργάνωσή μου πάνω στον φόβο») ούτε καν αυτές οι σκηνές με τα λιωμένα μυαλά πάνω από πιάτα με λαχταριστά φετουτσίνι, αυτές που τόσο αφειδώς αναπαρήγαγε ο αμερικανικός κινηματογράφος μέσω του Χοκς, του Κόπολα, του Σκορσέζε. Το πιο ενδιαφέρον παραμένει ότι ο Αλφόνσο Καπόνε, γιος δύο μεταναστών από τη Νάπολι της Ιταλίας που έφθασαν το 1894 στο λιμάνι της Νέας Υόρκης για να βρουν την τύχη τους, είναι ένα γνήσιο προϊόν του Νέου Κόσμου των αρχών του αιώνα. Δεν ανήκε στην κατηγορία των «εκ γενετής» εγκληματιών, τα παιδικά του χρόνια, παρ' ότι δύσκολα, δεν σημαδεύτηκαν από κάποιο ψυχικό τραύμα που θα μπορούσε να εξηγήσει την ενήλικη ροπή του προς το έγκλημα, οι Καπόνε ήταν μια παραδοσιακή, εξαιρετικά δεμένη ιταλική φαμίλια, ο πατέρας του Γκαμπριέλε έβγαζε τίμια το ψωμί του έχοντας το δικό του μπαρμπέρικο και τίποτε στα γονίδια του μικρού Αλφόνσο δεν προμήνυε ότι θα πέρναγε ένα κομμάτι της ζωής του στις φυλακές του Αλκατράζ.

Ο Αλφόνσο Καπόνε ήταν γέννημα θρέμμα ενός ταραχώδους κεφαλαίου της αμερικανικής ιστορίας που περιελάμβανε το τεράστιο μεταναστατευτικό ρεύμα προς τον Νέο Κόσμο στα τέλη του 19ου αιώνα, την ποτοαπαγόρευση, το οικονομικό κραχ του '29, το Νιου Ντιλ του Ρούζβελτ. Καθόλου τυχαίο ότι έκτισε την αυτοκρατορία του πάνω στον Νόμο της Ποτοαπαγόρευσης, για πολλούς την πρώτη ύλη του οργανωμένου εγκλήματος στις ΗΠΑ. Το αίτημα για την απαγόρευση των οινοπνευματωδών διατυπώθηκε αρκετά νωρίτερα, μετά τη μεγάλη θρησκευτική αφύπνιση του 1820 και του 1830, και δεν άργησε να προσλάβει τον χαρακτήρα κινήματος. Στην ανάπτυξη αυτού του κινήματος συνεισέφεραν μεταξύ πολλών άλλων η εχθρότητα των μεσαίων στρωμάτων απέναντι στους ξένους και στους ρωμαιοκαθολικούς, η κυριαρχία του αγροτικού στοιχείου στα νομοθετικά σώματα των Πολιτειών, ο φόβος για τη διαφθορά που επικρατούσε στα σαλούν και το διογκούμενο ενδιαφέρον των βιομηχάνων για την αύξηση της παραγωγικότητας των εργατών και την πρόληψη των εργατικών ατυχημάτων. Η περίφημη Ενωση κατά των Σαλούν πρωτοστάτησε στις κινητοποιήσεις υπέρ της επιβολής της ποτοαπαγόρευσης την περίοδο 1906-1913. Ο Προσωρινός Νόμος περί Απαγορεύσεως (Wartime Prohibition Act) ψηφίστηκε στη διάρκεια του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου και αποσκοπούσε στην εξοικονόμηση δημητριακών για τη διατροφή του πληθυσμού. Στις 28 Οκτωβρίου 1919 εγκρίθηκε ο υπέρ το δέον ελαστικός Εθνικός Νόμος περί Ποτοαπαγορεύσεως (National Prohibition Act) ανοίγοντας διάπλατες τις πόρτες για τεράστια ανεξέλεγκτα δίκτυα bootlegging (= λαθρεμπόριο οινοπνευματωδών). Για αρκετά χρόνια οι Πολιτείες και οι υποψήφιοι για το χρίσμα του προέδρου χωρίζονταν σε «wet» (εναντίον της ποτοαπαγόρευσης) και «dry» (υπέρ της ποτοαπαγόρευσης). Ο Καπόνε, ύστερα από ολιγόχρονη θητεία δίπλα στον μαφιόζο Τζόνι Τόριο, ανέλαβε με τη σειρά του να προμηθεύσει τόνους ουίσκι στα εκατομμύρια των πολιτών που αδυνατούσαν να παραμείνουν «wet».

Η συνέντευξη που αναδημοσιεύουμε στις επόμενες σελίδες παραχωρήθηκε από τον βασιλιά του οργανωμένου εγκλήματος Αλ Καπόνε εν έτει 1931, μεσούντος του κραχ, δύο χρόνια πριν από την κατάργηση της ποτοαπαγόρευσης, ένα χρόνο πριν από την εκλογή του Φραγκλίνου Ντελάνο Ρούζβελτ. Παραχωρήθηκε στον Κορνήλιο Βάντερμπιλτ τον νεότερο (1898-1974), ανταποκριτή του περιοδικού «Liberty». Λίγο πριν από τη συνάντησή του με τον Καπόνε ο αμερικανός δημοσιογράφος (γνωστός μεταξύ άλλων για τις συνεντεύξεις του με τους Μουσολίνι, Χούβερ, Χίτλερ και Στάλιν) πήρε τις προφυλάξεις του. Αφησε στον υπεύθυνο του ξενοδοχείου του έναν κλειστό φάκελο, παραγγέλνοντάς του να τον ανοίξει μόνο στην περίπτωση που η συνέντευξη με τον αρχιμαφιόζο διαρκούσε... περισσότερο από όσο προβλεπόταν. Μέσα στον φάκελο θα έβρισκε την ακριβή διεύθυνση στην οποία θα ελάμβανε χώρα το ραντεβού. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Βάντερμπιλτ τα πήγε τόσο καλά με τον Καπόνε που ούτε κατάλαβε πώς πέρασε η ώρα. Αισθάνθηκε εξαιρετικά αμήχανα όταν κάποια στιγμή στη διάρκεια της συνέντευξης χτύπησε το τηλέφωνο και ο Αλ Καπόνε τού έδωσε το ακουστικό χαμογελώντας: «Είναι η αστυνομία. Λένε ότι σε απήγαγα».

πηγή: tovima.gr


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου