Σαν σήμερα, πριν από 86 χρόνια, γεννήθηκε η Μαρία Κάλλας. Με αφορμή αυτό το σημαντικό γεγονός το Γλέντι σας παρουσιάζει ένα αφιέρωμα στην μοναδική και ξεχωριστή ελληνίδα σοπράνο που αποτελεί θρύλο της όπερας.
" Μια πορεία πολύπτυχη και άκρως δημιουργική είναι ό,τι άφησε ως παρακαταθήκη. Μια πορεία που σημαδεύτηκε από μεγάλες επιτυχίες σε όλα τα σημαντικά λυρικά θέατρα του κόσμου (Il Teatro alla Scala di Milano, Metropolitan Opera of New York, Covent Garden, Lyric Theatre of Chicago, κ.λπ.), εκδηλώσεις λατρείας από το κοινό αλλά και μεγάλες απογοητεύσεις στα τελευταία χρόνια της ζωής της. Η Καικιλία Σοφία 'Αννα Μαρία Καλογεροπούλου, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, εκτός του ότι υπήρξε ένα από τα σπουδαιότερα καλλιτεχνικά φαινόμενα του 20ου αιώνα, είναι εκείνη που σηματοδότησε μια νέα εποχή στην ιστορία της όπερας. Ο χαρακτηρισμός της diva δεν της αποδόθηκε χωρίς λόγο. Η ίδια η Κάλλας δημιούργησε, τόσο με την τέχνη όσο και με την προσωπική της ζωή, έναν μύθο που διατηρήθηκε και μετά το θάνατό της.
Στις 28 Ιανουαρίου 1937, σε ηλικία 13 ετών, συμμετείχε σε μια προσαρμογή της οπερέττας HMS Pinafore των Gilbert και Sullivan στην τελετή αποφοίτησης από την όγδοη τάξη του σχολείου της στη Νέα Υόρκη. Σε αυτήν την παράσταση η Μαρία Κάλλας απέσπασε θερμά χειροκροτήματα από το κοινό,1 γεγονός που οδήγησε την μητέρα της, Ευαγγελία Καλογεροπούλου, να την ωθήσει προς τη συστηματική μελέτη της μουσικής.
Από τα πρώτα της βήματα, ως σπουδάστρια του Ωδείου Αθηνών στην τάξη της υψιφώνου Elvira de Hidalgo, στην πρώτη της εμφάνιση στην Cavalleria rusticana σε μια μαθητική συναυλία καθώς και στην πρώτη επαγγελματική της εμφάνιση στην οπερέττα του Franz von Suppe Boccaccio στο ρόλο της Beatrice με την Εθνική Λυρική Σκηνή (που την εποχή εκείνη αποτελούσε ακόμη τμήμα του Βασιλικού Θεάτρου) έδειξε μια πολλά υποσχόμενη καλλιτέχνιδα. Την πρώτη εκείνη παράσταση που έδωσε στις 21 Ιανουαρίου του 1941 ως Beatrice ακολούθησαν σύντομα άλλες παραστάσεις στη Λυρική Σκηνή και το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού. Στις 27 Αυγούστου του 1942 εμφανίστηκε στην όπερα του Giacomo Puccini Tosca στον ομώνυμο ρόλο ενώ το 1943 και το 1944 εμφανίστηκε στις παραστάσεις του Πρωτομάστορα και του Fidelio. Οι κριτικές που απέσπασε από τον Τύπο και από Έλληνες συνάδελφους της καταξιωμένους στην παγκόσμια λυρική σκηνή ήταν ενθουσιώδεις. Ο Νίκος Μοσχονάς, που εκείνο τον καιρό έκανε καρριέρα στην Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης, προέβλεψε από πολύ νωρίς την επιτυχία που θα σημείωνε η Κάλλας στο εξωτερικό.
Παρά το αντισυμβατικό του χαρακτήρα της, που κατά καιρούς της δημιούργησε δυσκολίες (για παράδειγμα, το 1946 αρνήθηκε την πρόταση της Metropolitan Opera να τραγουδήσει Fidelio και Madama Butterfly επειδή η παράσταση του Fidelio θα ήταν στα αγγλικά, κάτι που η Κάλλας θεωρούσε αδιανόητο), άρχισε από νωρίς να δίνει παραστάσεις στα μεγαλύτερα ιταλικά λυρικά θέατρα. Το επίσημο ντεμπούτο της στην Ιταλία έγινε τον Ιούνιο του 1947 με την παράσταση της Gioconda του Ponchielli στην Arena di Verona. Ακολούθησαν παραστάσεις στο Teatro La Feniceκαι σε άλλα θέατρα σε πολλές πόλεις της Ιταλίας. Οι μελοδραματικές της ικανότητες σε συνδυασμό με την εκφραστικότητα και τη δύναμη της φωνής της, καθώς και η ευχέρεια που είχε η Κάλλας στην μελέτη νέου ρεπερτορίου, την οδήγησαν γρήγορα στην επιτυχία. Παρά το γεγονός ότι η Κάλλας είχε δώσει αρκετές παραστάσεις σε λυρικά θέατρα της Αμερικής, το ντεμπούτο της στην Metropolitan Opera καθυστέρησε αρκετά. Την πρώτη της εμφάνιση ως Norma στην όπερα της Νέας Υόρκης τον Οκτώβριο του 1956 ακολούθησαν άλλοι σημαντικοί ρόλοι της Κάλλας, όπως αυτοί της Lucia, από τη Lucia di Lammermoorτου Donizetti, και της Tosca, από την ομώνυμη όπερα του Puccini. Είχαν, εξάλλου, προηγηθεί εμφανίσεις της σε άλλα σπουδαία λυρικά θέατρα της Ευρώπης (Covent Garden, Opera de Paris, Wiener Staatsoper, κ.α.) εκτός των ιταλικών.
Ο Τύπος φαίνεται πως υπήρξε σχεδόν πάντα διχασμένος σε σχέση με την Μαρία Κάλλας: πολλοί ήταν αυτοί που εκθείαζαν, στην κυριολεξία, τις ερμηνείες της και αρκετοί αυτοί που προβληματίζονταν σε σχέση με την ιδιομορφία της φωνής της. Μια κάποια τραχύτητα που, κατά γενική ομολογία, είχε η φωνή της πέρασε σε δεύτερο πλάνο και αυτό γιατί ουσιαστικά παραμερίστηκε από τις εξαιρετικές μελοδραματικές της ικανότητες, την μουσικότητα αλλά και τις τεχνικές δυνατότητές της, την εκπληκτική έκταση της φωνής της που κάλυπτε τρεις οκτάβες.
Ένα στοιχείο που εντυπωσιάζει, αν παρακολουθήσει κανείς την καλλιτεχνική πορεία της Κάλλας, είναι το γεγονός ότι μπορούσε να ερμηνεύει την ίδια χρονική περίοδο ρόλους εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους τόσο από δραματουργικής όσο και από τεχνικής άποψης. Αυτός, εξάλλου, ήταν ένας από τους λόγους που η Κάλλας εξάντλησε πολύ νωρίς τις δυνατότητες της φωνής της και απομονώθηκε καλλιτεχνικά τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Κάποιοι υποστηρίζουν πως ουσιαστικά η καρριέρα της έληξε τον Ιούλιο του 1965 με την παράσταση της Tosca στο Covent Garden. Η μετέπειτα καλλιτεχνική της δραστηριότητα περιορίστηκε σε μια σειρά Master Classes που έδωσε στη Juilliard School στη Νέα Υόρκη την περίοδο 1971 - 1972 και στην τελευταία της περιοδεία με το Giuseppe Di Stefano από το 1973 ως το 1974. Το 1975 έδωσε ένα τελευταίο ρεσιτάλ στο Παρίσι.
Η γεμάτη διακυμάνσεις προσωπική ζωή της και ο απαιτητικός της χαρακτήρας καλλιέργησαν το μύθο ενός ανθρώπου σκληρού με τους συνεργάτες του. Οι μαρτυρίες, όμως, όσων τη γνώρισαν από κοντά σκιαγραφούν μια προσωπικότητα ευάλωτη με πολλές ευαισθησίες.
Μια πολύ σημαντική προσφορά της Κάλλας, από ιστορική άποψη, είναι οι αναβιώσεις σπουδαίων λυρικών έργων που για ένα μεγάλο διάστημα απουσίαζαν από το ρεπερτόριο των θεάτρων όπερας. Ανάμεσα σε αυτά τα έργα συγκαταλέγονται οι όπερες: Norma του Bellini, Alceste και Iphigenie en Tauride του Gluck, Armida και Il turco in Italiaτου Rossini, Medee του Cherubini, La Vestale του Spontini κ.α. Με τις εξαιρετικές της ερμηνείες σε όλους αυτούς τους ρόλους πέτυχε να εδραιώσει ξανά τη θέση αυτών των έργων στο παγκόσμιο οπερατικό ρεπερτόριο.
Tα τελευταία χρόνια έχουν κυκλοφορήσει, κατόπιν επεξεργασίας, σχεδόν όλες οι ηχογραφήσεις της Κάλλας σε δίσκους ακτίνας καθώς και αρκετές μονογραφίες σχετικά με τη ζωή και το έργο της. Πολλές από αυτές συμπεριλαμβάνονται στη συλλογή της Μεγάλης Μουσικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος “Λίλιαν Βουδούρη”. Έχει, εξάλλου, θεσπισθεί ο διεθνής διαγωνισμός “Μαρία Κάλλας”, ο οποίος διοργανώνεται κάθε χρόνο από το Διεθνές Καλλιτεχνικό Κέντρο “Athenaeum” και απευθύνεται εκ περιτροπής σε μονωδούς και πιανίστες. Επίσης, κάθε χρόνο την ημέρα του θανάτου της το “Athenaeum” διοργανώνει συναυλία στη μνήμη της στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού. Ενόψει της 20ης επετείου του θανάτου της πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα (11-14 Σεπτεμβρίου) το 1ο Διεθνές Συνέδριο στη μνήμη της με θέμα "Από την αρχαία τραγωδία στην όπερα και μετά τι;", στο οποίο συμμετείχαν με εισηγήσεις τους συνεργάτες και φίλοι της.
Χριστίνα Γ. Βέργαδου "
πηγή: mmb.org.gr
πηγή: mmb.org.gr
" 16 Σεπτεμβρίου 1977. H «απόλυτη ντίβα» αφήνει την τελευταία της πνοή στο διαμέρισμά της στο Παρίσι, σε ηλικία 54 ετών. Η σωρός της αποτεφρώθηκε και κατά την επιθυμία της σκορπίστηκε στα νερά του Αιγαίου, τον Ιούνιο του 1979. Είκοσι έξι χρόνια μετά το θάνατό της και 39 χρόνια μετά τον ουσιαστικό φωνητικό της θάνατο, ο θρύλος Κάλλας αντέχει στο χρόνο...
Η ίδια η Μαρία Κάλλας εκμυστηρεύεται στην τελευταία της συνέντευξη: «είναι πολύ παράξενο συναίσθημα να είμαι ζωντανός μύθος, ενώ βρίσκομαι ακόμη στη γη. Ίσως θα ήταν καλύτερο αν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που θαυμάζουν τη φωνή μου, αποφάσιζαν να με θεωρούν αθάνατη μετά το θάνατό μου. Αν γινόταν αυτό θα καθόμουν πάνω σε κάποιο σύννεφο, θα κοίταζα κάτω και θα απολάμβανα το θέαμα αντί να κάθομαι και να ανησυχώ αν θα καταφέρω να βγάλω τις ψηλές μου νότες».
Ωστόσο, και αν ακόμα ο θρύλος της Κάλλας ευνοήθηκε από τον πρόωρο χαμό της, το ότι ο θρύλος της αντέχει στη φθορά του χρόνου οφείλεται στο γεγονός ότι η μυθική διάσταση θεμελιώθηκε πάνω στο μεγαλείο της ερμηνεύτριας. Οχι, δηλαδή, μόνο της μεγάλης τραγουδίστριας κι ακόμα λιγότερο της απαράμιλλης ηθοποιού, που ελάχιστα διασώθηκε οπτικά, αλλά της ερμηνεύτριας, που κι όταν την ακούμε και μόνο, νιώθουμε σαν να τη βλέπουμε να ενσαρκώνει, κυριολεκτικά, τον εκάστοτε ρόλο της.
Ακούγοντάς τη να τραγουδάει, «βλέπουμε» τη Μήδεια, τη Lady Μacbeth, την Αmina ή την Αnna Βolena, τη Νorma, τη Lucia, τη Violetta ή τη Floria Τosca, όλες τις ηρωίδες στις οποίες μετουσιωνόταν.
Οικτίρουμε σήμερα το ότι η εικόνα της μεγάλης ηθοποιού έχει σωθεί σε ελάχιστα μόνο και κακής ποιότητας φιλμ. Αυτό, ωστόσο, τελικά συμβάλλει στη συντήρηση του θρύλου της, είκοσι έξι χρόνια μετά το θάνατό της και τριάντα εννιά χρόνια μετά τον ουσιαστικό φωνητικό της θάνατο.
Η Μαρία Κάλλας νίκησε το θάνατο χάρη στη ζωή της. Στέκεται αγέρωχα στην κορυφή της πυραμίδας του παγκοσμίου μελοδράματος του 20ού αιώνα, του οποίου υπήρξε ανανεώτρια.
«Α,ένα τρομερό δέος. Η ευφορία εκρήγνυται πάνω σε εκείνα τα τζάμια στο σκοτάδι. Αλλά μια τέτοια ευφορία που σε κάνει να τραγουδάς με τη φωνή σου είναι μια επιστροφή από το θάνατο. Για μένα υπάρχει ένα κενό στο σύμπαν, ένα άνοιγμα στο σύμπαν, και συ τραγουδάς από εκεί», έγραφε ο Π.Π. Παζολίνι. Πέρα από την ασυνήθιστη γκάμα της, που εξέπληξε ακόμη και τους πιο δύσκολους ειδήμονες της όπερας, «η Κάλλας ήταν η πρώτη -και τελευταία μέχρι στιγμής- σοπράνο που ξεπέρασε τα όρια της τέχνης της, και καθιερώθηκε ως η πριμαντόνα σταρ που έφερε την όπερα κοντά στην αντίληψη των μαζών», κατά τον Φράκο Τζεφιρέλι.
Η περίοδος των διεθνών της θριάμβων έχει περιγραφεί επανειλημμένως. Διάρκεσε ως τα 1961, και σε μειωμένο αριθμό εμφανίσεων ως τα 1965. Η επιθυμία να επανέλθει την έκανε να εκτεθεί σε σειρά εμφανίσεων (1972-73) που, δυστυχώς, άφησαν μια θλιβερή τελευταία εικόνα της, η οποία αντικατόπτριζε το προσωπικό της δράμα, αφού η απώλεια της φωνής και το τέλος του δεσμού της με τον Αριστοτέλη Ωνάση της είχαν μειώσει την επιθυμία να εξακολουθήσει να ζει. Απομονωμένη στο διαμέρισμά της στο Παρίσι, γεμάτη φοβίες και ανασφάλειες, χωρίς προοπτική που θεωρούσε αντάξια του παρελθόντος της, η Κάλλας άφησε τον εαυτό της να εθισθεί στη χρήση διαφόρων φαρμάκων, τα οποία πιθανόν συνέβαλαν στον ξαφνικό της λυτρωτικό θάνατο."
Η ίδια η Μαρία Κάλλας εκμυστηρεύεται στην τελευταία της συνέντευξη: «είναι πολύ παράξενο συναίσθημα να είμαι ζωντανός μύθος, ενώ βρίσκομαι ακόμη στη γη. Ίσως θα ήταν καλύτερο αν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που θαυμάζουν τη φωνή μου, αποφάσιζαν να με θεωρούν αθάνατη μετά το θάνατό μου. Αν γινόταν αυτό θα καθόμουν πάνω σε κάποιο σύννεφο, θα κοίταζα κάτω και θα απολάμβανα το θέαμα αντί να κάθομαι και να ανησυχώ αν θα καταφέρω να βγάλω τις ψηλές μου νότες».
Ωστόσο, και αν ακόμα ο θρύλος της Κάλλας ευνοήθηκε από τον πρόωρο χαμό της, το ότι ο θρύλος της αντέχει στη φθορά του χρόνου οφείλεται στο γεγονός ότι η μυθική διάσταση θεμελιώθηκε πάνω στο μεγαλείο της ερμηνεύτριας. Οχι, δηλαδή, μόνο της μεγάλης τραγουδίστριας κι ακόμα λιγότερο της απαράμιλλης ηθοποιού, που ελάχιστα διασώθηκε οπτικά, αλλά της ερμηνεύτριας, που κι όταν την ακούμε και μόνο, νιώθουμε σαν να τη βλέπουμε να ενσαρκώνει, κυριολεκτικά, τον εκάστοτε ρόλο της.
Ακούγοντάς τη να τραγουδάει, «βλέπουμε» τη Μήδεια, τη Lady Μacbeth, την Αmina ή την Αnna Βolena, τη Νorma, τη Lucia, τη Violetta ή τη Floria Τosca, όλες τις ηρωίδες στις οποίες μετουσιωνόταν.
Οικτίρουμε σήμερα το ότι η εικόνα της μεγάλης ηθοποιού έχει σωθεί σε ελάχιστα μόνο και κακής ποιότητας φιλμ. Αυτό, ωστόσο, τελικά συμβάλλει στη συντήρηση του θρύλου της, είκοσι έξι χρόνια μετά το θάνατό της και τριάντα εννιά χρόνια μετά τον ουσιαστικό φωνητικό της θάνατο.
Η Μαρία Κάλλας νίκησε το θάνατο χάρη στη ζωή της. Στέκεται αγέρωχα στην κορυφή της πυραμίδας του παγκοσμίου μελοδράματος του 20ού αιώνα, του οποίου υπήρξε ανανεώτρια.
«Α,ένα τρομερό δέος. Η ευφορία εκρήγνυται πάνω σε εκείνα τα τζάμια στο σκοτάδι. Αλλά μια τέτοια ευφορία που σε κάνει να τραγουδάς με τη φωνή σου είναι μια επιστροφή από το θάνατο. Για μένα υπάρχει ένα κενό στο σύμπαν, ένα άνοιγμα στο σύμπαν, και συ τραγουδάς από εκεί», έγραφε ο Π.Π. Παζολίνι. Πέρα από την ασυνήθιστη γκάμα της, που εξέπληξε ακόμη και τους πιο δύσκολους ειδήμονες της όπερας, «η Κάλλας ήταν η πρώτη -και τελευταία μέχρι στιγμής- σοπράνο που ξεπέρασε τα όρια της τέχνης της, και καθιερώθηκε ως η πριμαντόνα σταρ που έφερε την όπερα κοντά στην αντίληψη των μαζών», κατά τον Φράκο Τζεφιρέλι.
Η περίοδος των διεθνών της θριάμβων έχει περιγραφεί επανειλημμένως. Διάρκεσε ως τα 1961, και σε μειωμένο αριθμό εμφανίσεων ως τα 1965. Η επιθυμία να επανέλθει την έκανε να εκτεθεί σε σειρά εμφανίσεων (1972-73) που, δυστυχώς, άφησαν μια θλιβερή τελευταία εικόνα της, η οποία αντικατόπτριζε το προσωπικό της δράμα, αφού η απώλεια της φωνής και το τέλος του δεσμού της με τον Αριστοτέλη Ωνάση της είχαν μειώσει την επιθυμία να εξακολουθήσει να ζει. Απομονωμένη στο διαμέρισμά της στο Παρίσι, γεμάτη φοβίες και ανασφάλειες, χωρίς προοπτική που θεωρούσε αντάξια του παρελθόντος της, η Κάλλας άφησε τον εαυτό της να εθισθεί στη χρήση διαφόρων φαρμάκων, τα οποία πιθανόν συνέβαλαν στον ξαφνικό της λυτρωτικό θάνατο."
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου