Ισως επειδή χρωστάει τη φήμη του περισσότερο στον θάνατό του και λιγότερο στο έργο του, ίσως γιατί η ανακύκλωση του θρύλου του έχει συντελεστεί σε όλες της τις εκδοχές (από CD-ROM ως ταινία), ίσως, τέλος, γιατί κανείς δεν θέλει να θυμάται μόνο τους νεκρούς του, αυτές τις μέρες μάλλον δεν ακούσατε να λέγονται πολλά στην επέτειο του θανάτου του Τζιμ Μόρισον.
Η αλήθεια είναι ότι μόλις συμπληρώθηκε ένα τέταρτο του αιώνα από τον πλέον αμφιλεγόμενο θάνατο μιας ροκ προσωπικότητας
Πριν από 25 χρόνια, τη Δευτέρα 5 Ιουλίου 1971, αρκετά πριν από το ξημέρωμα, το τηλέφωνο στο σπίτι του Μπιλ Σίντονς στο Λος Αντζελες χτυπούσε επίμονα. Οταν το ανώτατο στέλεχος της δισκογραφικής εταιρείας Elektra σήκωσε το ακουστικό άκουσε από την άλλη άκρη τον συνάδελφό του από τα γραφεία του Λονδίνου Κλάιβ Σέλγουντ: «Εϊ, Μπιλ, συγγνώμη για το ξύπνημα, αλλά έχουμε μια αδιασταύρωτη πληροφορία ότι ο Τζιμ Μόρισον είναι νεκρός!». Ο Σίντονς γέλασε και απάντησε: «Οχι πάλι τα ίδια! Βαρέθηκα αυτό το παραμύθι! Πάω για ύπνο!». Οταν όμως τελικά δεν μπορούσε να κλείσει μάτι, αποφάσισε να τηλεφωνήσει ο ίδιος στο σπίτι του Μόρισον στο Παρίσι.
Απάντησε η σύντροφος του τραγουδιστή Πάμελα. Και, σαν να επρόκειτο να πάει ως τη γωνία, του είπε: «Μπιλ, πρέπει να έρθεις αμέσως εδώ! Ο Τζιμ είναι... Ελα αμέσως εδώ!».
Ο Σίντονς κατέβασε το ακουστικό και λίγες ώρες αργότερα πετούσε για το Παρίσι. Σίγουρα τότε δεν μάντευε ότι, με αυτό το ταξίδι του, γινόταν (άθελά του) βασικός μοχλός σε μια ιστορία που ποτέ κανείς δεν θα την μάθει στην αληθινή εκδοχή της, την ιστορία του πιο αμφιλεγόμενου θανάτου μιας ροκ προσωπικότητας, την ιστορία του θανάτου του Τζιμ Μόρισον, του τραγουδιστή των Doors.
Παιδί οικογένειας στρατιωτικών καριέρας ο Μόρισον γεννήθηκε στη Μελβούρνη της Φλόριδας το 1943 και μεγάλωσε στα χέρια διαφόρων συγγενών, αφού νωρίς νωρίς έχασε τους γονείς του. Αυτό το γεγονός σίγουρα διαμόρφωσε τον πλάνητα χαρακτήρα του και ακριβώς αυτή η πλευρά του «αποχαλινώθηκε» όταν, στα 14 του, παράτησε το σχολείο στην Αλμπουκέρκη όπου βρισκόταν. Με τα πολλά και αφού περιπλανήθηκε αρκετά, τελείωσε το σχολείο και βρέθηκε να σπουδάζει κινηματογράφο στο περίφημο UCLA του Λος Αντζελες. Εκεί γνώρισε τον οργανίστα Ρέι Μανζάρεκ και... γεννήθηκαν οι Doors, που πήραν το όνομά τους από το βιβλίο του Αλντους Χάξλεϊ «Οι Θύρες της Ενοράσεως». Η λαμπρή διαδρομή τους ξεκίνησε το 1966 και κράτησε πέντε χρόνια, εξασφαλίζοντάς τους μεγάλη αποδοχή και δημοσιότητα.
Από πολύ νωρίς όμως έγινε σαφές ότι η περίπλοκη προσωπικότητα του Τζιμ Μόρισον δεν πήγαινε χέρι χέρι με την επιτυχία. Ο Μόρισον, που συμπύκνωνε τη σεξουαλική απελευθέρωση, την πνευματική περιπλάνηση και την πολιτική δραστηριοποίηση που σημάδεψαν τη δεκαετία του '60, παγιδεύτηκε γρήγορα σε αυτό που οπωσδήποτε δεν ήθελε να είναι: στην εικόνα του ροκ σταρ. Οι περί τον θάνατο μονόλογοι, τα οιδιπόδεια δράματα, οι ερωτικές επικλήσεις και ό,τι άλλο περιείχετο στα τραγούδια του άρχισαν (βοηθούντος και του αλκοόλ) να καθρεφτίζονται και στην εκτός σκηνής εικόνα του. Επί σκηνής (και πάλι βοηθούντος του αλκοόλ) άρχισε να προκαλεί το κοινό, το οποίο πάλι άρχισε να ζητάει από αυτόν μια αναπαραγωγή όλων των επιθετικών στερεότυπων της φήμης του. «Οι συναυλίες είναι σπουδαίο πράγμα», είπε κάποτε, «αλλά το κοινό είναι κάτι που ουδόλως σχετίζεται με τη μουσική. Μερικές φορές το μισώ για όσα με αναγκάζει να κάνω!».
Είτε τον ανάγκασε το κοινό είτε όχι, ο Μόρισον έκανε πάντως την 1η Μαρτίου 1969 στο Μαϊάμι κάτι που θα μπορούσε να είναι η αρχή του χρονικού ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Εχοντας δει την προηγούμενη κιόλας βραδιά μια από τις θρυλικές επιθετικές παραστάσεις του Λίβινγκ Θίατερ, δεν έχασε καιρό και όταν, μεθυσμένος, άκουσε πάνω στη σκηνή κάποιες αποδοκιμασίες του πλήθους για την κακή του φόρμα κατέβασε επιδεικτικά το παντελόνι του και...
Η υπόθεση πήρε δημοσιότητα και η δίκη κράτησε καιρό. Σε συνδυασμό με ανάλογα περιστατικά και συλλήψεις του, στο Λος Αντζελες και στο Φένιξ, ο Μόρισον άρχισε να φαντάζει ελαφρώς παρακμιακός και αντιεπαγγελματίας. Στους ήδη ταλαίπωρους και συκοφαντημένους ροκ κύκλους κανείς δεν έβλεπε με καλό μάτι κάποιον που ανοίγει το φερμουάρ του επί σκηνής για ψύλλου πήδημα.
Βέβαια στην πραγματικότητα ο Μόρισον δεν έκανε τίποτε παραπάνω από ό,τι χιλιάδες άλλοι ανώνυμοι αλκοολικοί κάνουν καθημερινά. Και λίγο μετά έκανε κάτι που επίσης πολλοί αλκοολικοί καλλιτέχνες έκαναν πριν από αυτόν. Εφυγε για το Παρίσι αναζητώντας τους ποιητές, τους σουρεαλιστές, τους ζωγράφους ή έστω τα ίχνη τους. Αντί για την έμπνευση βρήκε εκεί ακόμη περισσότερο αλκοόλ και παρακμή και, τελικά, τον θάνατο...
Οταν το αεροπλάνο που μετέφερε τον Σίντονς έφθασε στο Παρίσι, ο Αμερικανός κατευθύνθηκε στο σπίτι του Μόρισον. Εκεί τον περίμεναν η Πάμελα, ένα σφραγισμένο φέρετρο και κάτι χαρτιά. Ούτε ιατροδικαστική έκθεση ούτε τίποτε. Ο Σίντονς απόρησε με το μυστήριο που περιέβαλλε την υπόθεση, αλλά ως έμπειρος επαγγελματίας διεκπεραίωσε τις διαδικασίες και στις 7 Ιουλίου 1971 αυτός, η Πάμελα και δύο ακόμη άτομα προσεύχονταν πάνω από ένα μνήμα με την επιγραφή «James Douglas Morrison, Ποιητής», στο κοιμητήριο Περ Λα Σεζ, λίγο πιο 'κεί από τους τάφους της Πιάφ, του Μπαλζάκ, του Σοπέν, του Μπιζέ και του Ουάιλντ.
Επιστρέφοντας στο Λος Αντζελες ο Σίντονς εξέδωσε μια λακωνική ανακοίνωση που πληροφορούσε την παγκόσμια ροκ κοινότητα για τα άσχημα νέα: «Μόλις επέστρεψα από το Παρίσι όπου παρέστην στην ταφή του Τζιμ Μόρισον». Ο Σίντονς όμως δεν είχε δει τον νεκρό Μόρισον, έτσι δεν είναι; Η Πάμελα ήταν σε κατάσταση σοκ και σίγουρα δεν τον είχε δει για ώρες προτού πεθάνει ούτως ή άλλως πήρε μαζί της το μυστικό όταν και η ίδια απεβίωσε στις 25 Απριλίου 1974. Οι άλλοι δύο που προσευχήθηκαν πάνω από τον τάφο του δεν μίλησαν ποτέ. Ηταν το ζεύγος φίλων του, Ζακ Ντέμι (ο σκηνοθέτης της ταινίας «Οι ομπρέλες του Χερβούργου») και Αγκνες Βαρντά, ηγερία του παριζιάνικου αντεργκράουντ. Αυτοί οι δύο και η Πάμελα τον είχαν δει για τελευταία φορά ζωντανό το βράδυ της 2ας Ιουλίου 1971. Πού πήγε και τι έκανε μετά και πώς πέθανε τελικά, κανείς δεν το βεβαίωσε με σιγουριά. Ετσι οι φήμες άρχισαν να δίνουν και να παίρνουν. Φήμες που ενισχύονταν και από τις εν ζωή συζητήσεις του Μόρισον για εικονικούς θανάτους, που μάλιστα διάνθιζε και με το όνομα που είχε διαλέξει για μια τέτοια περίπτωση: Mr Mojo Risin...
Πληγωμένες ψυχές από όλο τον κόσμο συνέχισαν να συρρέουν στον τάφο του, φήμες συνέχισαν να τον θέλουν ζωντανό και το 1980 όταν κυκλοφόρησε η βιογραφία του «Νο One Here Gets Out Alive» οι συγγραφείς είχαν έτοιμα δύο φινάλε ένα με θάνατο και ένα με ψεύτικο θάνατο του Μόρισον ώσπου οι εκδότες τούς έπεισαν για μία (αν και διφορούμενη) τελική εκδοχή. Οι δίσκοι των Doors συνέχισαν να πουλάνε εκατομμύρια αντίτυπα, νέες γενιές θαυμαστών προστέθηκαν, το Χόλιγουντ τον έκανε ταινία με τον Βαλ Κίλμερ να τον υποδύεται και πρόσφατα έγινε μια προσπάθεια να μετακινηθούν τα οστά του από το παριζιάνικο κοιμητήρι γιατί οι θαυμαστές του, λέει, έχουν μετατρέψει το σημείο σε σκουπιδότοπο.
Ολα αυτά όμως δεν αλλάζουν τη μία και μόνη σημαντική λεπτομέρεια: πώς ακριβώς 25 χρόνια από την τελευταία φορά όπου κάποιοι τον είδαν ζωντανό κανείς δεν βρέθηκε να πει ότι αντίκρισε το πτώμα του Μόρισον, αλλά και κανείς δεν συνάντησε κάποιον που να του συστήθηκε ως Mr Mojo Risin...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου