Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

Τι είναι άραγε η πατρίδα μας;

Του Γιώργου Νικολού


Το θέμα που προέκυψε πρόσφατα με τη Θάλεια Δραγώνα -ή ακριβέστερα ανακινήθηκε από το ΛΑΟΣ- είναι ασφαλώς ένα ζήτημα δεκτικό πολλαπλών αναγνώσεων, μιας πολιτικής, μιας επιστημονικής και μιας προσωπικής, με την έννοια της δίκης προθέσεων. Αποδεικνύει δε για μια ακόμη φορά πως οι διακρίσεις στην ελληνική πολιτική σκηνή έχουν πάψει προ πολλού να βασίζονται σε κομματικά στεγανά, αλλά είναι εγκάρσιες και διατρέχουν το σύνολο του πολιτικού φάσματος. Η ανάλυση, συνεπώς, δεν μπορεί παρά να κινηθεί σε δύο άξονες: πρώτον, αν οι θέσεις που κατά καιρούς έχει υποστηρίξει η κ. Δραγώνα έχουν επιστημονικά ερείσματα (δεν λέω αν είναι ορθές ή λανθασμένες, γιατί οι έννοιες αυτές δύσκολα επέχουν θέση σε μία ακαδημαϊκή συζήτηση), και δεύτερον και κυριότερο κατά την προσωπική μου εκτίμηση, αν οποιοσδήποτε φορέας, είτε πρόκειται για ολιγομελείς αυτοσυγκροτούμενες ομάδες διαφωνούντων είτε για κοινοβουλευτικώς εκπροσωπούμενα κόμματα-ακόμα και το πλειοψηφούν κόμμα- έχουν δικαίωμα να ελέγχουν όσους διατυπώνουν αυτές τις απόψεις, ζητώντας την αποπομπή της εν λόγω επιστήμονα παιδαγωγού-και χρησιμοποιώ τον όρο γιατί θεωρώ πως προσιδιάζει άριστα στη δημόσια παρουσία της Θ. Δραγώνα- αλλά και κάθε εκπαιδευτικού που εκφράζει παρόμοιες ή άλλες μη αρεστές σε ορισμένους θέσεις.

Ας δούμε κατ' αρχάς για ποια «ατοπήματα» κατηγορείται η κ. Δραγώνα. Το προηγούμενο Σάββατο οργανώθηκε από τη Νεολαία του ΛΑΟΣ πορεία, στην οποία μάλιστα παρέστησαν και τέσσερις βουλευτές του εν λόγω κόμματος, κατά της παρουσίας της στο Υπουργείο Παιδείας. Αντιγράφω από τον οικείο διαδικτυακό τόπο και απ' όσα της προσάπτονται, ότι στο βιβλίο της «Τι είν΄ η Πατρίδα μας;-Εθνοκεντρισμος στην Εκπαίδευση» η Θ. Δραγώνα ισχυρίζεται μεταξύ άλλων τα εξής (δεν εστιάζω για την οικονομία του κειμένου στο γεγονός ότι η επιλεκτική παράθεση αποσπασμάτων από πανεπιστημιακά συγγράμματα, δεδομένου ότι διασπά τη λογική τους αλληλουχία, αν δεν εξυπηρετεί προπαγανδιστικούς ή άλλους σκοπούς, τουλάχιστον συνιστά μέγα επιστημονικό ολίσθημα):

«Η Ελληνική Εθνική Ταυτότητα δεν υπήρχε πριν από τον 19ο αιώνα. Δημιουργήθηκε έξωθεν σε μια εποχή έντονου εθνικισμού, αποικιοκρατίας και επεκτατικού ιμπεριαλισμού»: Μα δεν πρόκειται για διόλου καινοφανή αντίληψη. Η όχι και τόσο μακρινή διαμάχη Παπαρρηγόπουλου-Fallmerayer έχει πια λήξει, με τους επιφανέστερους διεθνώς εκπροσώπους της ελληνικής ιστοριογραφίας να θεωρούν τη διά μέσου των αιώνων ακατάλυτη συνέχεια του ελληνικού έθνους ένα ιδεολογικό κατασκεύασμα προς θεωρητική θεμελίωση των εδαφικών διεκδικήσεων που επέτασσε ο ελληνικός-όπως και οι λοιποί βαλκανικοί- μεγαλοϊδεατισμός του πρώτου αιώνα ζωής του κράτους μας και δυστυχώς εξακολουθεί να επιβιώνει δίκην κραυγών ως σήμερα, εκκολάπτοντας το αυγό του φιδιού.

είναι ρατσιστής « όποιος αποσιωπά την σημασία, την τεράστια δύναμη, την έκταση και το κύρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας! Επίσης, όποιος αρνείται τις τουρκικές επιρροές στον Νεοελληνικό μας Πολιτισμό (σελ. 81), κι όποιος ισχυρίζεται ότι ο τουρκικός πολιτισμός έχει επιδράσει αρνητικά στους Έλληνες» : Ειλικρινά αδυνατώ να κατανοήσω ποιος δεν θα αναγνώριζε παραχρήμα σε ολόκληρη την Ευρώπη του 16ου, του 17ου, του 18ου και του 19ου αιώνα την πράγματι δυσθεώρητη δύναμη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μήπως δεν ήταν αυτή που το 1529 και το 1683 πολιόρκησε δις τη Βιέννη αναζητώντας την εκπόρθηση της Ευρώπης; Ή φανταζόμαστε ότι οι Ευρωπαίοι της εποχής θεωρούσαν αμελητέα ποσότητα μια αυτοκρατορία που εκτεινόταν από την Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία ως την Κριμαία και το Βελιγράδι; Και ναι, από το 1683 και τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς, οπότε και προέκυψε ιστορικά ο όρος, μπορεί να αποκλήθηκε «Μεγάλος Ασθενής», αλλά κανείς δεν μπορούσε ακριβώς να της αποστερήσει το «Μεγάλος» που είχε κερδηθεί στα πεδία των μαχών. Όσο για τις επιρροές στο επίπεδο του πολιτισμού, είναι εμφανείς από τις ενδυμασίες των πρώτων ετών του ελληνικού κράτους, τις τόσες γεύσεις της μαγειρικής-πολίτικης και μη-, τα ρεμπέτικα της μουσικής, έως ακόμα και τη νοοτροπία του μπαχτσισιού και του θεμελιωμένου στις διάφορες κατά τόπους κοινότητες και υπηρετούμενες από αυτές πελατειακές σχέσεις συστήματος αποκεντρωμένης εξουσίας-όχι προφανώς από συνειδητή επιλογή, αλλά από αδυναμία συγκρότησης μιας ισχυρής και ανεξάρτητης από τοπικά συμφέροντα κεντρικής εξουσίας, παρά τις όποιες προσπάθειες ακολούθησαν.

«.το να μιλάμε για απόλυτη ομοιογένεια του πληθυσμού της Ελλάδος και να αποσιωπούμε την ύπαρξη χιλιάδων Εβραίων στην Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις επί 450 χρόνια είναι καθαρός ρατσισμός! »: Απορίας άξιον πράγματι, ή και ενδεικτικό της άγνοιάς του, να εκφράζει κανείς θαυμασμό(!) απέναντι στη συγκεκριμένη πολλαχώς ιστορικά τεκμηριωμένη άποψη. Εκτός και εάν αγνοούν ορισμένοι -ίσως και σκόπιμα- ότι η κοινότητα των Σεφαρδιτών Εβραίων της Θεσσαλονίκης ήταν μια από τις πιο ευημερούσες της Ευρώπης, έχοντας μάλιστα και καθοριστική συμβολή στην ανάπτυξη του ελληνικού εργατικού κινήματος, μετά την ενσωμάτωση της πόλης στον ελληνικό κορμό το 1913, με κυρίαρχη φυσιογνωμία τον ισπανοεβραϊκής καταγωγής Αβραάμ Μπεναρόγια, που διώχθηκε επανειλημμένα για τις ιδέες και τη δράση του. Ή μήπως πάλι αγνοούν πως η ίδια κοινότητα ήταν η πολυπληθέστερη της πόλης κατά την κατάληψή της από τον ελληνικό στρατό τον Οκτώβριο του 1912; Φοβόμαστε τόσο να πούμε ότι η Θεσσαλονίκη του 1912 δεν ήταν μια αμιγώς ελληνική πόλη; Ότι οι Έλληνες ανέρχονταν μόλις στο 25,3% του πληθυσμού πίσω και απ' τους Εβραίους (38,9%) και τους Μουσουλμάνους (29,1%) σε μια αρμονική πολυπολιτισμική κοινωνία; Για να μην αναφερθώ στο Κιλκίς, του οποίου ο ελληνικός πληθυσμός το 1912 ανερχόταν στο 2%! Όπως φυσικά υπήρχαν και ακμάζουσες ελληνικές κοινότητες που έμειναν τελικά εκτός των εδαφικών ορίων του ελληνικού κράτους. «Προβλήματα» που ξεπεράστηκαν προοδευτικά στην ευρύτερη προσπάθεια να «τεντωθεί» το κράτος ώστε να έρθει στα όρια του έθνους ή το κράτος να ομογενοποιηθεί εθνικά, όπως μας δίδασκε η Λένα Διβάνη. Ώρες ώρες τείνω να πιστέψω πως περισσότερο κι από το «συνωστισμό» του βιβλίου της ΣΤ' Δημοτικού τους πολέμιούς του ενόχλησε η παρουσίαση τέτοιων στοιχείων που αμφισβητούν κατά τρόπο αδιάψευστο και υπό τη μορφή αντικειμενικών δεδομένων τη συνεκτική πορεία του ελληνικού έθνους ανά τους αιώνες.

Οι τελευταίες εξελίξεις ασφαλώς και δεν είναι άσχετες με την προ διετίας διαμάχη για το επίμαχο διδακτικό εγχειρίδιο. Το κόμμα του ΛΑΟΣ είτε επειδή νιώθει να συμπιέζεται πολιτικά μετά την ανάδειξη του Α. Σαμαρά στη θέση του αρχηγού της ΝΔ είτε διότι ορισμένα στελέχη του όντως αυτοπροσδιορίζονται φαντασιακά ως Σπαρτιάτες φυλάττοντες Θερμοπύλες απέναντι στο φάσμα του «εθνομηδενισμού» και της «παγκοσμιοποίησης» (οι όροι εντός εισαγωγικών γιατί κάποιοι σύμφωνα με τα αξιωματικά τους πιστεύω τους τείνουν να τους αποδίδουν δαιμονολογικές διαστάσεις), είναι σαφές ότι επιδιώκει την επανασυσπείρωση του ετερογενούς εκείνου μετώπου που οδήγησε τελικά με την αντίδρασή του στην απόσυρση του βιβλίου. Πρόκειται για την κλασσική διάσταση μεταξύ εκείνων που αντιλαμβάνονται το σχολείο και το πανεπιστήμιο ως φορείς διάπλασης «εθνικών» ιδανικών και συνειδήσεων, έστω και με την παρασιώπηση επώδυνων ιστορικών αληθειών και, βραχυλογικά, αυτών που υιοθετούν το σολωμικό ορισμό του αληθούς για το εθνικό. Προσωπικά, νομίζω ότι η εκπαίδευσή μας θα πρέπει να επιφυλάσσει για τον εαυτό της τη μείζονα πολιτική σκοπιμότητα, αυτή της καλλιέργειας της κριτικής σκέψης, η οποία φυσικά δεν μπορεί να είναι προϊόν αθροίσματος βεβαιοτήτων παρά δημιουργικής αμφιβολίας και διερώτησης.

Στο Βήμα Ιδεών του Δεκεμβρίου 2007 υπάρχει ένας εξαιρετικά διαφωτιστικός διάλογος μεταξύ ορισμένων ιδιαίτερα αξιόλογων ιστορικών, στη διάρκεια του οποίου αναπτύσσονται άκρως ενδιαφέρουσες σκέψεις (http://www.vimaideon.gr//Article.aspx?d=20071207&nid=6794601&sn=%CE%9A%CE%A5%CE%A1%CE%99%CE%9F%20%CE%A4%CE%95%CE%A5%CE%A7%CE%9F%CE%A3&spid=1478, ο σχετικός σύνδεσμος), κυρίως αναφορικά με τον τρόπο πρόσληψης της ιστορίας στην Ελλάδα του σήμερα. Η Λένα Διβάνη σημειώνει χαρακτηριστικά, «Άνθρωποι οι οποίοι αντλούν όλες τις πληροφορίες από την τηλεόραση ή από αυτά που θυμούνται πως διδάχτηκαν στο σχολείο αντιπαρατίθενται μαζί μου επί ώρες με μια αυτοπεποίθηση ειδικού που με εκπλήσσει. Αναρωτιέμαι συχνά αν θα το έκανε αυτό κάποιος σε έναν γιατρό ή σε έναν φυσικό, έναν χημικό.»: ακριβώς, η ιστορία στην Ελλάδα και δη η νεότερη, δεν αντιμετωπίζεται ως επιστήμη αλλά ως προϊόν ερεθισμάτων αμφιβόλου αξιοπιστίας, κυρίως δε ως απότοκο μιας αφηρημένης -εξ ου και δύσκολα αντιμετωπίσιμης- συλλογικής μνήμης. Κι αν οι λεγόμενες θετικές επιστήμες δυσχεραίνουν την αναλογία, αναρωτιέμαι ποιος θα διαφωνούσε με τόση αυτοπεποίθηση με έναν θεωρητικό του φυσικού δικαίου ή με έναν μαρξιστή κοινωνιολόγο ή με έναν διεθνολόγο, θιασώτη του δομικού ρεαλισμού, ειδικούς, δηλαδή, άλλων κοινωνικών επιστημών, πολλώ δε μάλλον να οργανώσει μια ολόκληρη πορεία διαμαρτυρίας κατά της τοποθέτησής τους σε οργανική υπουργική θέση! Εξάλλου, η νεότερη ιστορία αποτελεί ως σήμερα συνέχεια και εργαλείο της πολιτικής, γι' αυτό και δεν εκλαμβάνεται ως αυθύπαρκτο επιστημονικό αντικείμενο, αλλά ως προέκταση του εκάστοτε επίκαιρου πολιτικού διαλόγου, διατηρώντας πάντοτε προνομιακή θέση στην ημερησία διάταξη των συζητήσεων στα καφενεία της περιφέρειας. Συν τοις άλλοις, το ιστορικό μας παρελθόν, σε συνδυασμό με ένα παρόν φαντασιακό υποσυνείδητο, μας επιτρέπουν να επικαλούμαστε ένα πλήθος εχθρών προκειμένου να αυτοπροσδιοριζόμαστε και να δρούμε φοβικά απέναντι σε νέες προσεγγίσεις. Ο Θάνος Βερέμης τονίζει στο πλαίσιο του ίδιου διαλόγου, «Γιατί η ταυτότητά μας κατασκευάζεται μέσα στον κίνδυνο. Οι «μεγάλες» στιγμές της ελληνικής Ιστορίας περιβάλλονται από κίνδυνο. Το ίδιο συμβαίνει μάλλον και με τα άλλα έθνη.». Όταν όμως για να ανακαλέσεις ποιος είσαι υποχρεώνεσαι να θυμηθείς εξωτερικούς εχθρούς, τότε νομοτελειακά θα αναγνωρίσεις πεμπτοφαλαγγίτες στο πρόσωπο της Θ. Δραγώνα και της κάθε κ. Δραγώνα. Η εφεύρεση εχθρών, ενίοτε προαιώνιων, σε περίπτωση που αυτοί απουσιάζουν, είναι προϋπόθεση απαραίτητη για τη συντήρηση και την τροφοδοσία των εθνικών μας μύθων. Αυτά όσον αφορά το ρόλο της ιστορίας και το πραγματικό περιεχόμενο της διαμάχης, που τοποθετήθηκε, όπως ήταν φυσικό, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο σύλληψης της ιστορίας ως επιστημονικού αντικειμένου.

Προχωρούμε στη θεσμική-πολιτική διάσταση του ζητήματος. Διαβάζω πάλι στο σχετικό ιστότοπο των νεολαίων του ΛΑΟΣ: «Ο Ελληνικός λαός πριν δύο χρόνια, τόσο με εκφρασμένη άποψη του για το βιβλίο ιστορίας της Ρεπούση (90% αρνητική), όσο και με την ψήφο του, έδειξε πως δεν ανέχεται τις ανθελληνικές μεθοδεύσεις όσων θέλουν να στρέψουν την Παιδεία μας στην λογική του Εθνικού αποχρωματισμού της νέας γενιάς.». Στέκομαι στο ποσοστό που εκφράζει αρνητική άποψη για το εγχειρίδιο -αγνοώ τις συγκεκριμένες μετρήσεις, χωρίς να αμφισβητώ την αξιοπιστία τους και την επίκλησή του ως επιχείρημα. Η δημοκρατία μας ευτυχώς είναι γεμάτη από χιλιάδες μικρές ψηφοφορίες, από ποσοστά και νούμερα, από μειονοψηφίες και πλειονοψηφίες. Και πάλι ευτυχώς, όμως, ορισμένα ζητήματα δεν μπορούν και δεν πρέπει να αποτελούν αντικείμενα δημοψηφισματικών διαδικασιών. Ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Ι. Δρόσος αρεσκόταν πέρυσι στη διάρκεια των μαθημάτων στη χρήση μιας παρομοίωσης για να μας δώσει να καταλάβουμε τη δεσμευτικότητα του Συντάγματος. Έλεγε ότι ένας λαός που αποφασίζει ξαφνικά ότι θέλει ένα νέο θεμελιώδη νόμο βρίσκεται σε θέση παρόμοια με εκείνη που είχε βρεθεί ο Οδυσσέας καθώς άκουγε το τραγούδι των Σειρήνων: μπορεί να ήθελε να υπακούσει στα κελεύσματά τους, αλλά τα δεσμά του, εν προκειμένω το Σύνταγμα, δεν του το επέτρεπαν (η πραγματική λύση στο πρόβλημα θα μπορούσε να ήταν μόνο μια ρηξικέλευθη και εξ ορισμού ριψοκίνδυνη επιλογή, όπως μια επανάσταση, που θα δημιουργούσε εκ των πραγμάτων νέο δίκαιο). Κατά παρόμοιο τρόπο κάποια κεκτημένα και κάποια δικαιώματα δεν μπορούν να τίθενται υπό κρίση απλώς και μόνο διότι η πλειονότητα διαφωνεί με το περιεχόμενό τους. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο αποτέλεσε και μέγα πισωγύρισμα η απόσυρση του βιβλίου της ΣΤ' Δημοτικού, υπό το βάρος των αντιδράσεων -και μάλιστα ενός κοινού ελάχιστα ενημερωμένου- και την κρίση ενός οργάνου κατά νόμο αναρμόδιου, όπως η Ακαδημία Αθηνών. Μέγιστο λάθος ήταν άλλωστε για τον ίδιο ακριβώς λόγο η πρόσφατη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την ανέγερση μιναρέδων στην Ελβετία -δεν πρόκειται για δικαίωμα διαπραγματεύσιμο, αλλά για αυτονόητη δημοκρατική κατάκτηση. Όπως και στη χώρα μας δεν θα έπρεπε επ' ουδενί να γίνει δημοψήφισμα για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, όχι αν το ζητούσαν δύο αλλά δέκα εκατομμύρια Έλληνες. Είναι θετικό, με άλλα λόγια, ότι η δημοκρατία μας δεν είναι ούτε a la carte ούτε δεσμευτική-δημοψηφισματική αλλά αντιπροσωπευτική, με παροχή ελεύθερης εντολής.

Εξάλλου, μοιραία επανερχόμαστε στη συζήτηση περί του επιστημονικού χαρακτήρα της Ιστορίας. Η πλειοψηφία δεν είναι σε θέση και δεν πρέπει να κρίνει επιστημονικές θεωρίες. Άλλωστε, από την ίδια τη φύση τους οι επιστήμες εμπεριέχουν το στοιχείο της ειδίκευσης και της διαφοροποίησης από το πλήθος. Δεν θα μας φαινόταν γελοίο αν το 90% του πληθυσμού τασσόταν κατά της κβαντικής θεωρίας ή της θεωρίας της σχετικότητας; Η ύπουλη θεώρηση της ιστορίας ως μακράς χείρας του πολιτικού φαινομένου κάνει και πάλι την εμφάνισή της. Το αν κάποιοι την προωθούν για ίδια οφέλη και για κολακεία προς το κοινό είναι κάτι που πρέπει να τίθεται στην κρίση όλων.

Έτερο εξαίσιο επιχείρημα που ακούστηκε από ορισμένους «εθνικά υπερευαίσθητους»- προφανώς οι υπόλοιποι εμφανίζουμε μειωμένα εθνικά ανακλαστικά- είναι ότι θεμιτές μεν οι απόψεις της επιστήμονος Θ. Δραγώνα, αλλά απαράδεκτες για δημόσια λειτουργό! Είναι, δηλαδή, διαφορετικό να λαμβάνει θέση σε ένα Υπουργείο από το να τις εκφράζει σε πανεπιστημιακά αμφιθέατρα; Ή μήπως νομίζουν ορισμένοι ότι ένας πανεπιστημιακός δάσκαλος επηρεάζει κατ' ανάγκην λιγότερο από έναν κρατικό υπάλληλο; Κι επειδή μ' αυτή τη σκέψη ίσως κατευθύνω τα μυαλά ορισμένων στο να αρχίσουν να καταφέρονται συστηματικά κατά καθηγητών της τριτοβάθμιας για τις θέσεις τους, προσθέτω τούτο. Η Θάλεια Δραγώνα μεταξύ άλλων επελέγη για το πλούσιο παιδαγωγικό της έργο, όπως επελέγη και γι' αυτές ακριβώς τις απόψεις της-δεν τοποθετήθηκε Γενική Γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας παρά τις θέσεις τις αλλά χάριν και σε αυτές.

Κάποιος εύλογα θα αντιτάξει πως κόμματα και διάφορες ομάδες έχουν τόσο δικαίωμα όσο και ρόλο από τη φύση τους να ασκούν πιέσεις προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις, τις οποίες τα ίδια αξιολογούν ως πρωταρχικής σημασίας για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Είναι, όμως, εξίσου δικαίωμα, και πολύ περισσότερο υποχρέωση κάθε δημοκρατικής πολιτείας που σέβεται τη φυσιογνωμία της ως τέτοιας να προασπίζεται όχι μόνο τις επιλογές της απέναντι σε τέτοιου είδους επιθέσεις, αλλά και το δικαίωμα κάθε ακαδημαϊκού να εκφράζεται ελεύθερα και χωρίς να επικρέμαται της κεφαλής του η λαιμητόμος της λογοκρισίας, με όποια μέσα κι αν αυτή επιβάλλεται τελικώς. Στην ερώτηση, συνεπώς, αν το ΛΑΟΣ είχε δικαίωμα να πραγματοποιήσει μια τέτοια διαδήλωση η απάντηση είναι ξεκάθαρα καταφατική. Και η ενέργειά του διαυγώς καταδικαστέα από σύσσωμη τη δημοκρατική πολιτεία και θέλω να πιστεύω από τους πνευματικούς ταγούς του τόπου για λόγους διασφάλισης της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Ένα κόμμα μπορεί να ζητάει την απόλυση μιας κρατικής λειτουργού για τα πιστεύω της. Το ίδιο κόμμα ίσως θα ήθελε μάλιστα αυτά τα πιστεύω να επισύρουν και ποινικές κυρώσεις. Εφόσον κατά την πολιτική του αξιολόγηση αυτά συνιστούν λόγο αποπομπής από το δημόσιο μηχανισμό, γιατί όχι και έγκλημα άξιο ποινικού κολασμού; Κι αν σήμερα είναι αυτές οι απόψεις, αύριο θα μπορούσαν να είναι κάποιες άλλες, μεθαύριο κάποιες άλλες και ούτω καθεξής, στενεύοντας έτσι υπέρμετρα το πεδίο της ελεύθερης κατά τα λοιπά έκφρασής μας. Σε όλα αυτά έχουμε υποχρέωση να πούμε όχι. Και πριν από εμάς η συντεταγμένη πολιτεία και οι αρμόδιοι φορείς.

Αντιγράφω, και πάλι από το site της διαδήλωσης, το κεντρικό της σύνθημα, «ΕΞΩ ΟΙ ΑΝΘΕΛΛΗΝΕΣ
ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΙ ΟΧΙ ΠΟΛΥΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ». Ο Νίκος Δήμου είχε γράψει πριν από αρκετά χρόνια πως ένιωθε την μομφή του «ανθέλληνα» ως τιμητικό τίτλο για τις δυσάρεστες αλήθειες που έχει κατά καιρούς πει αντί να κολακεύει και να λαϊκίζει, όπως τόσοι και τόσοι, και ο οποίος κατά τελειωτική εκτίμηση ωφελεί την πατρίδα του περισσότερο από έναν ενθουσιώδη υπέρμαχο. Ακλόνητή μου πεποίθηση είναι πως έτσι ακριβώς θα πρέπει να νιώθει τούτες τις μέρες και η Θάλεια Δραγώνα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο παράσημο για έναν άνθρωπο που έχει αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή του στην εκπαίδευση και το έργο του διαπνέεται από έναν βαθύτατο ανθρωπισμό από το να εγκαλείται από τους εχθρούς του ότι προώθησε την πολυπολιτισμική παιδεία. Λες και ο χαρακτηρισμός πολυπολιτισμικός αποτελεί ψόγο και όχι έπαινο τιμής. Λες και η αρχαιοελληνική φιλοσοφία ήταν απλώς μια αιματολογική συγγένεια και όχι ένα σύνολο πανανθρώπινων αξιών και η αξιοποίηση δημιουργικών ερεθισμάτων ανεξαρτήτως προέλευσης. Λες και πρέπει να υμνηθεί μιας ναζιστικής υφής εθνολογική καθαρότητα και όχι η αξιέπαινη αλληλεπίδραση στοιχείων από διαφορετικές πολιτισμικές οντότητες. Λες και η συμβολή στην εκπαίδευση των μουσουλμανοπαίδων συνιστά λόγο κατηγορίας και όχι έμπρακτο εναγκαλισμό μιας οικουμενικής αντίληψης για την παιδεία του αύριο. Το ίδιο λασπολογικές, άλλωστε, είναι και οι συκοφαντίες όσον αφορά τις σπουδές της κ. Δραγώνα. Καθότι, βεβαίως, κανείς από όσους την κατηγορούν δεν αναφέρει ότι όταν σπούδαζε ψυχολογία στο Deree δεν υπήρχε σχολή με αντίστοιχο γνωστικό αντικείμενο στην Ελλάδα ούτε εξηγεί πόσο ανεπαρκές ήταν εν τέλει το πρώτο της πτυχίο, ώστε να την οδηγήσει σε μεταπτυχιακές σπουδές σε βρετανικά πανεπιστήμια και στην εκπόνηση διδακτορικής διατριβής. Για τόσο ανεπαρκείς σπουδές μιλούμε.

Ωστόσο, όσο έωλα φαντάζουν τα παραπάνω επιχειρήματα που επικαλούνται οι «εθνικώς ανησυχούντες», εξίσου προβληματικός μοιάζει συχνά και ο τρόπος που τους αντιμετωπίζουμε. Κι αυτό διότι οι οπαδοί της πλήρους ελευθεροστομίας υποπίπτουν, κατά κύριο λόγο, σε ένα θεμελιώδες σφάλμα. Τοποθετούν μια ταμπέλα στους πολέμιούς τους, βαφτίζοντας τους μεν «ακροδεξιούς» και «χουντικούς», τους δε «φασίστες της ελεύθερης άποψης, που καπηλεύονται αριστερά ιδεώδη» και έκτοτε θεωρούν το θέμα λήξαν. Η επιλογή αυτή αποτελεί μέγιστο ολίσθημα, καθότι υποκρύπτει ένα αίσθημα διαλογικής και νοητικής ανωτερότητας, η οποία μετά την τοποθέτηση της ταμπέλας θεωρείται ότι δεν χρήζει περαιτέρω ανάλυσης. Τούτο όμως δεν μπορεί παρά να ταυτίζεται με το ολέθριο λάθος εκείνων που, επειδή εξ ορισμού θεωρούν κάποιους «ανθέλληνες» ή «αντικομμουνιστές», αυτοδικαίως κρίνουν ότι δικαιολογούνται απολύτως στο να τους θέτουν στο στόχαστρό τους. Η λύση δεν μπορεί να είναι άλλη από τη συνεπή και πειστική αποδόμηση της επιχειρηματολογίας τους και την αποκάλυψη των λογικών τους αντιφάσεων και ανακολουθιών. Δεν θα πρέπει οι μεν να θεωρούν εαυτούς ανώτερους και εξ αυτού του λόγου να αρνούνται τη συμμετοχή τους στο διάλογο. Τουλάχιστον όχι προτού φανερώσουν κατά τρόπο άμεσο και επιστημονικό τη σαθρότητα των ιδεοληπτικών κατασκευασμάτων της αντίπαλης πλευράς. Η απόδοση τίτλων δίκην πυροτεχνήματος ως βασικό νόσημα του δημόσιου διαλόγου μας πρέπει πλέον να ξεριζωθεί.

Μέρες τώρα προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου πως η επίθεση κατά της Θάλειας Δραγώνα αποτελεί ένα «μεμονωμένο περιστατικό». Όσο κι αν θα ήθελα να το πιστέψω, ειλικρινά η πραγματικότητα με διαψεύδει αμείλικτα. Δεν πρόκειται παρά για έναν ακόμη κρίκο στην αλυσίδα των πρόσφατων επιθέσεων κατά ανθρώπων που ασχολούνται συστηματικά με τη μελέτη και τη διδασκαλία της ιστορίας. Πριν από ένα χρόνο βουλευτής του ίδιου κόμματος που σήμερα ζητεί επιτακτικά την αποπομπή της κ. Δραγώνα, επεδίωξε να ελέγξει εκπαιδευτικό σε σχολείο της εκλογικής του περιφέρειας για τον τρόπο που προσέγγισε την ανάπτυξη του φασισμού στην Ευρώπη. Εσχάτως εφημερίδα-όργανο άλλου κοινοβουλευτικού κόμματος στοχοποίησε με καταγγελίες σε φύλλα της εκπαιδευτικούς, προφανώς για λόγους μη εναρμόνισης με την επίσημη ιστορική οπτική του κόμματος. Η μεγαλύτερη σε κυκλοφορία κυριακάτικη εφημερίδα κατηγόρησε καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου για τα ακαδημαϊκά του πιστεύω, θέτοντας απολογούμενο για το ζήτημα και τον τότε Υπουργό Παιδείας. Κι απέναντι σε όλα αυτά μάταια αναζητείται συγκροτημένη αντίδραση.

Καταλήγοντας, θα έλεγα ότι τα παραπάνω περιστατικά σε συνδυασμό με τις εντεινόμενες πρόσφατες επιθέσεις κατά πανεπιστημιακών, δημοσιογράφων και συγγραφέων από γκρουπούσκουλα ενός νεφελώδους πολιτικού χώρου δημιουργούν ένα ζοφερό σκηνικό όχι μόνο για το χώρο της εκπαίδευσης και της διανόησης εν γένει, αλλά και για το πραγματικό περιεχόμενο της έννοιας της ελευθερίας της γνώμης στη σύγχρονη Ελλάδα. Ανάμεσα στα άλλα, ο Δεκέμβρης μας κληροδότησε την απελευθέρωση δυνάμεων που μικρονοϊκά, ενίοτε και εμπρόθετα, οδηγούν με τη δράση τους σε έναν πραγματικό εκφασισμό της λειτουργίας της εκπαίδευσης. Κάποιες στιγμές αναρωτιέμαι μήπως πρέπει οι διάφοροι αυτοί κύκλοι να ομονοήσουν -πράγμα που έχουν ήδη κάνει στις πρακτικές τους- και να εκδώσουν από κοινού ένα νέο index verborum prohibitorum, ώστε να μάθουμε κι εμείς ποια είναι τα ρεαλιστικά όρια της έκφρασης στην Ελλάδα του 2009. Ως εκ τούτου, μικρή σημασία έχουν οι εκάστοτε φορείς της δράσης αυτής- περισσότερο απαιτείται η σύσσωμη και καθολική καταδίκη τους. Και σε αυτή την κατεύθυνση τα «ναι μεν αλλά.» δεν βοηθούν. Ειδάλλως παραγνωρίζουμε σε ποιες άκρως επικίνδυνες ιδέες έχουμε ήδη μισανοίξει την πόρτα μας...

Υγ. 1 Ευχαριστώ το Γιάννη Πήλιουρα για το δημιουργικό διάλογο που είχαμε προ ημερών και που, παρά τη ριζική επί της ουσίας διαφωνία μας, επέτρεψε σε εμένα, όπως και στον ίδιο, να ξεδιπλώσω την επιχειρηματολογία μου, παρέχοντας μου, εξάλλου, και την αφορμή για το παρόν κείμενο.

Υγ. 2 Προσοχή! Δηλώνω κατηγορηματικά πως όλα τα άνωθεν γραφόμενα είναι παντελώς ψευδή και αναξιόπιστα. Δρω ως μίσθαρνο όργανο του Ιδρύματος Σόρος, του Henry Kissinger και λοιπών διάσημων ανθελλήνων, οι οποίοι και μου ζήτησαν, έναντι προφανώς αδράς αμοιβής, τη διατύπωση των παραπάνω ιστορικών ανακριβειών. Ζητώ ταπεινά συγγνώμη για την αισχρή εθνική μειοδοσία, αλλά γιορτές έχουμε, οι ανάγκες πίεζαν. Ποντάρω στην ειλικρινή κατανόησή σας.

2 σχόλια:

  1. Κι επειδή έχω διαπράξει ένα χονδροειδές σφάλμα, αναπαράγοντας τα παραποιημένα αποσπάσματα-κακώς τους έδωσα πίστη απ' ότι φαίνεται- που παραθέτουν κατά τρόπο επικίνδυνα υπεραπλουστευμένο και μανιχαϊστικό όσοι εγκαλούν τη Θ. Δραγώνα, παραθέτω εδώ αυτούσια τα πραγματικά αποσπάσματα από το βιβλίο-για όποιον αντέχει να τα διαβάσει και αυτά:

    Αντί του "είναι ρατσιστής « όποιος αποσιωπά την σημασία, την τεράστια δύναμη, την έκταση και το κύρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας! Επίσης, όποιος αρνείται τις τουρκικές επιρροές στον Νεοελληνικό μας Πολιτισμό (σελ. 81), κι όποιος ισχυρίζεται ότι ο τουρκικός πολιτισμός έχει επιδράσει αρνητικά στους Έλληνες»", αντιγράφω από την ίδια σελίδα (ο αριθμός σωστά εντοπίζεται, δυστυχώς δεν μπορώ να πω το ίδιο και για το περιεχόμενο): "Αυτή η στρατηγική (σ. της "άρνησης",επιστημονικού όρου που αναλύεται παραπάνω στο έργο) είναι ιδιαίτερα προφανής στις αποσιωπήσεις και παραλείψεις ιστορικών γεγονότων, που εντοπίζονται στα σχολικά εγχειρίδια. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αποσιώπηση της σημασίας, της τεράστιας δύναμης, της έκτασης και του κύρους της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αντίστοιχη είναι και η πλήρης απουσία οποιασδήποτε μνείας στον πολιτισμό, τα γράμματα και τις τέχνες της οθωμανικής αυτοκρατορίας-και του τουρκιού κράτους από το 1908 και ύστερα...". Προσωπικά χαρακτηρισμό δεν διακρίνω, παρά ανάλυση ενός μηχανισμού- διευκρινίσεις ευπρόσδεκτες.

    Αντί του «…το να μιλάμε για απόλυτη ομοιογένεια του πληθυσμού της Ελλάδος και να αποσιωπούμε την ύπαρξη χιλιάδων Εβραίων στην Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις επί 450 χρόνια είναι καθαρός ρατσισμός!» στη σελίδα 95 -ω του θαυματος και πάλι σωστά, τουλάχιστον ξέρουμε τι ακριβώς διαστρεβλώνουμε- αναφέρεται "Αυτή η φαντασίωση της ομοιογενούς κοινότητας προβάλλεται τόσο στα σχολικά βιβλία όσο και στο λόγο των εκπαιδευτικών...Υπάρχει πλήρης αποσιώπηση της παρουσίας αλλόγλωσσων, αλλόθρησκων, ή αλλοεθνών ομάδων στις ελληνικές περιοχές των συνόρων του σημερινού ελληνικού κράτους, τη Βόρειο Ήπειρο, τα παράλια της Μικράς Ασίας και την Κύπρο. Πολύ χαρακτηριστική της έμμεσης κατασκευής της απόλυτης ομοιογένειας του πληθυσμού είναι και η πλήρης αποσιωπηση για ολόκληρη την ιστορία από το Μεσαίωνα μέχρι σήμερα της ύπαρξης Ελλήνων Εβραίων όπως και κάθε άλλης αλλόθρησκης ομάδας, με εξαίρεση την αναφορά στους Βενετούς, όπου μνημονεύεται πολύ θετικά η αφομοίωσή τους από τους Έλληνες, παρά τη διατήρηση σε μεγάλο ποσοστό του καθολικού δόγματος." Και πάλι ελλείπει ο χαρακτηρισμός όσων πρεσβεύουν την ιδέα αυτή της απόλυτης ομοιογένειας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Συν τοις άλλοις, η Θ. Δραγώνα εγκαλείται διότι γράφει ότι «Εθνικιστικές τάσεις κρύβει και η επιθυμία να διδάσκεται στην μέση εκπαίδευση η αρχαία Ελληνική Γλώσσα (σελ. 86)". Διαβάζω αρκετή ώρα τη σελίδα αυτή όσο και τις διπλανές προσπαθώντας να εντοπίσω το εν λόγω χωρίο. Εν ολίγοις, η συγγραφέας κάνει λόγο για το ναρκισσισμό που εμπεριέχει η διαδικασία της ταύτισης με μια εξιδανικευμένη προγονική ταυτότητα. Έκφανση της συνείδησης αυτής της ταύτισης συνιστά κατά την ίδια η πρόταξη της διδασκαλίας του αρχαιοελληνικού παρελθόντος, μέσω της γραμματείας και της ιστορίας, με την παράλληλη παρατήρηση ότι ως ήσσονος σημασίας ιεραρχείται η διδασκαλία της ιστορίας του νεοελληνικού κράτους και του νεοελληνικού λαϊκού πολιτισμού. Τώρα αυτό πως κάποιοι το πήραν -αμφιβάλλω κατά πόσο ήταν σε θέση να το αντιληφθούν, βέβαια, οπότε αυτό λογίζεται ως ελαφρυντικό για την περίπτωσή τους- και το έκαναν «Εθνικιστικές τάσεις κρύβει και η επιθυμία να διδάσκεται στην μέση εκπαίδευση η αρχαία Ελληνική Γλώσσα", ο Θεός κι η ψυχή τους...

    Όσο, τέλος, για τη φράση «Η Ελληνική Εθνική Ταυτότητα δεν υπήρχε πριν από τον 19ο αιώνα. Δημιουργήθηκε έξωθεν σε μια εποχή έντονου εθνικισμού, αποικιοκρατίας και επεκτατικού ιμπεριαλισμού» είναι η μόνη στην οποία δεν παρατίθεται σελίδα, για τον προφανή λόγο ότι με τη συγκεκριμένη διατύπωση δεν υπάρχει μέσα στο βιβλίο! Να βοηθήσω λίγο: ίσως ο ποιητής αναφέρεται στο κομμάτι "Στην ελληνική περίπτωση πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι η "αναζήτηση" της "νεοελληνικής" ταυτότητας υπήρξε μια μακρά διαδικασία συγκρότησης επιχειρημάτων, που οδήγησε σε έναν ορισμό του "ελληνισμού" με κριτήρια ταυτόχρονα ανθρωπολογικά-φυλετικά και ιστορικά-πολιτισμικά(Βελούδης 1982, 84). Έτσι στη συγκυρία του 19ου αιώνα, που διεξαγόταν η πάλη για την οριστικοποίηση των εθνικών συνόρων σε μια εποχή επεκτατισμών, αποικιοκρατίας και των αντίστοιχων ιδεολογιών που νομιμοποιούσαν αυτές τις πολιτικές, η ελληνική εθνική ταυτότητα θεωρήθηκε ανεπαρκής και κατώτερη σε σχέση με το ένδοξο παρελθόν των αρχαίων προγόνων(Σκοπετέα 1988)". Να πληροφορήσω μάλιστα κάθε ενδιαφερόμενο ότι το απόσπασμα αυτό βρίσκεται στη σελίδα 16-για πάσα προπαγανδιστική χρήση. Γίνεται, συνεπώς, σαφές ότι ορισμένες ανίατες ως προς τη γλωσσική σύλληψη και την αντιληπτική ικανότητα περιπτώσεις ούτε η εισαγωγή της αρχαίς ελληνικής στο νηπιαγωγείο δεν μπορεί να τις θεραπεύσει.

    Τα παραπάνω δεν αναιρούν ούτε κατ' ελάχιστον την υποστήριξη των επιστημονικών θέσεων της Θ. Δραγώνα. Είναι όμως ξεκάθαρο ότι εξαίρουν κυρίως τον αμερόληπτο χαρακτήρα τόσο του έργου της όσο και της ίδιας, με τη μη απόδοση χαρακτηρισμών, ενώ εκθέτουν, παράλληλα, ανεπανόρθωτα εκείνους που μη δυνάμενοι να διακρίνουν παρά ανάμεσα σε άσπρο και μαύρο, προσπάθησαν απεγνωσμένα να συμπυκνώσουν επιστημονικές σκέψεις σε συνθήματα που θα έπειθαν το υποσυνείδητό τους ότι έχουν απέναντί τους εχθρό.

    Συγγνώμη και πάλι για τις αρχικές ανακρίβειες...

    ΑπάντησηΔιαγραφή