Το τέλος της μεταπολίτευσης έχει προαναγγελθεί από τους ειδικούς με αφορμή διάφορα κατά καιρούς γεγονότα τα τελευταία είκοσι χρόνια. Το 1989 με την υπόθεση Κοσκωτά,τον ιστορικό συνασπισμό Δεξιάς-Αριστεράς και τη συνακόλουθη "κάθαρση", το 1996 με την αποχώρηση του τελευταίου "δεινόσαυρου" της πολιτικής μας ζωής, Ανδρέα Παπανδρέου, το 2004 με την κατάληξη του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος του Κώστα Σημίτη και τους Ολυμπιακούς Αγώνες, το 2007 με τις καταστροφικές πυρκαγιές του Αυγούστου, εσχάτως και με τα γεγονότα του τελευταίου Δεκέμβρη, που δοκίμασαν τις αντοχές του πολιτικού οικοδομήματος. Όλες αυτές οι θεωρίες εμπεριέχουν ψίγματα αλήθειας, χωρίς καμία να είναι ολότελα σωστή. Γεγονός αδιαμφισβήτητο, ωστόσο, ότι κι αν ακόμα το τέλος της μεταπολίτευσης δεν έχει ακόμα συμβολικά επέλθει, το σύστημα που η τελευταία γέννησε εξαντλεί πια τα όριά του.
Δεν είναι χτεσινό το συμπέρασμα, ούτε λίγα τα στοιχεία που το στηρίζουν. Τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν μεταβληθεί-με χαρακτηρίστικότερο παράδειγμα αυτό της παρούσας κυβέρνησης- σε διαχειριστές της εξουσίας. Δεν έχουν τη διάθεση, πιθανώς ούτε και τη δύναμη, να έρθουν σε ρήξεις και να εισαγάγουν τις μεταρρυθμίσεις που τόσο απεγνωσμένα έχει ανάγκη η χώρα, αλλά περιορίζονται σε μια κυκλική, με λίγα ρίσκα για τους ίδιους, μεταβίβαση της εξουσίας, αφήνοντας ουσιαστικά ανέγγιχτες τις πάγιες δομές που υπονομεύουν συστηματικά τις μελλοντικές πολιτικές παρακαταθήκες. Συμμορφώνονται όλο και περισσότερο προς αυτή τη διαχειριστική αντίληψη-μια βαθιά συντηρητική θέση-, η οποία σε βάθος χρόνου απειλεί τη βιωσιμότητα του πολιτικού μας συστήματος. Κανείς δεν παίρνει θέση για τα φλέγοντα ζητήματα, το ασφαλιστικό, τις νέες σχέσεις εργασίας, τα προβλήματα της εκπαίδευσης, τις κατευθυντήριες γραμμές της εξωτερικής πολιτικής, την καχεκτική λειτουργία της δικαισύνης, την πορεία της οικονομίας. Σε είκοσι χρόνια, όμως, τα ασφαλιστικά ταμεία δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, οι εργασιακές σχέσεις θα έχουν οδηγηθεί σε σημαντικη ελαστικοποίηση, η Τουρκία θα έχει μεταβληθεί σε περιφερειακή δύναμη κι εμείς θα συζητάμε ακόμα για το σκοπιανό, οι δικαστικοί λειτουργοί θα διορίζονται με τις κομματικές σημαιούλες ανά χείρας, θα κινδυνεύουμε από την επιβολή ενός νέου διεθνούς οικονομικού ελέγχου και θα κυνηγάμε τον προϊόντα φασισμό ακροδεξιάς και αριστερής υφής που θα κυκλοφορεί στα πανεπιστημιακά ιδρύματα, επιβάλλοντας κατά το δοκούν περιορισμούς στην ελευθερία έκφρασης.
Αύριο ψηφίζουμε για την Ευρώπη και ελάχιστοι έθεσαν ορισμένα βασικά ερωτήματα σχετικά με το τι σηματοδοτού οι εκλογές αυτές. Θέλουμε μια περαιτέρω ανάπτυξη της Ευρώπης σε έκταση,όπως συνέβαινε ως σήμερα με τις διαρκείς διευρύνσεις, ή σε βάθος, με περαιτέρω εμπέδωση των ευρωπαϊκών θεσμών και εκχώρηση αρμοδιοτήτων σε κεντρικά ευρωπαϊκά όργανα; Θέλουμε μια χαλαρότερη Ευρώπη, με συνεργασίες οικονομικής μόνο υφής ή παραμένουμε πιστοί στην ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης και πολιτικής ολοκλήρωσης; Είμαστε ευχαριστημένοι από τη συμμετοχή μας στην Ε.Ε. τόσα χρόνια και αν όχι γιατί, τι προσδωκούμε; Γνωρίζουμε ποιους ανθρώπους ψηφίζουμε αύριο και ακόμη ότι αυτοί μαζί με τους συναδέλφους τους θα κυρώσουν το 75% περίπου της ελληνικής νομοθετικής παραγωγής, όπως αυτή θα μεταφερθεί στην εληνική από την κοινοτική έννομη τάξη; Γνωρίζουμε τι σημαίνει η Συνθήκη της Λισαββώνας για το αυριανό οικοδόμημα της Ε.Ε. και με ποιον τρόπο διευρύνει ουσιαστικά τις αρμοδιότητες του σώματος που θα κληθούμε να αναδείξουμε αύριο με την ψήφο μας; Ακόμα και αυτό το θεμελιακό ερώτημα, θέλουμε να βρισκόμαστε εντός της Ε.Ε.;
Αλλά στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας αυτά τα ζητήματα θεωρούνται επουσιώδη.Οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι, ακόμα και οι δικαστικοί φρόντισαν ώστε άυριο να πάμε στις κάλπες έχοντας στο νου μας όχι τα διακυβεύματα του ευρωπαϊκού αύριο, αλλά ούτε καν έστω κεντρικά θέματα της εθνικής μας πολιτικής. Όχι, αυτό θα ήταν απαράδεκτο και δεν θα συνήδε με τον κωμικό πολιτικό μας διάλογο(ποιον;).Αύριο θα πάμε να ψηφίσουμε έχοντας στο μυαλό μας τη διαφυγή του κατηγορούμενου Καραβέλα για το σκάνδαλο της Siemens, ένα ακόμα στον αστερισμό που έχει εγκαινιάσει η διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και που σταθερά καταδυναστεύουν την πολιτική μας ζωή. Και για αυτό δεν φταίνε μόνο οι παραπάνω, φταίμε κυρίως εμείς. Εμείς με την χαρακτηριστική αδιαφορία που δείχνουμε για ζητήματα κεντικής πολιτικής χάραξης, με τον εθισμό μας στη σκανδαλολογία, με τη λειψή δημοκρατική μας αντίληψη, με τον πολιτικό παχυδερμισμό που ολοένα και περισσότερο επιδεικνύουμε. Και αυτή είναι η τιμωρία που μας αξίζει, 6,5 εκατομμύρια πολίτες να ψηφίζουμε τους αντιπροσώπους μας στο ευρωκοινοβούλιο με βάση τη μοίρα ενός δωροδόκου κρατικών αξιωματούχων...
Δεν σπεύδω να απορρίψω αβίαστα με τον τρόπο αυτόν την πολιτική υποθήκη της μεταπολίτευσης. Μας έδωσε την πλήρη εμπέδωση της δημοκρατίας και 35 χρόνια ομαλού κοινοβουλευτικού βίου, για πρώτη μάλιστα φορά στην ιστορία μας, έναν σταθερό ευρωπαϊκό προσανατολισμό, απαλλαγμένο από τις εξαρτήσεις του παρελθόντος, την εθνική συμφιλίωση, έπειτα από 150 χρόνια εμφύλιων σπαραγμών, συνεπείς νότες μετατροπής μας σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Ωραία, αλλά ως εκεί. Το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα μας κληροδότησε τις παντός είδους κομματικές αγκυλώσεις, την ανεπάρκεια της δημόσιας διοίκησης και τη γραφειοκρατία, τη διόγκωση των ελλειμμάτων, την ισχυροποίηση μικροσυντεχνιών, οι οποίες-καίτοι μειοψηφούσες-λυμαίνονται συστηματικά τους χώρους στους οποίους ανδρώθηκαν(εκπαίδευση, συνδικάτα κ.α.). Μας κληροδότησε ακόμα ένα απαρχαιωμένο εκπαιδευτικό σύστημα, που χρειάζεται πλέον πλήρη αναμόρφωση, μια λειψή δικαιοσύνη που αυτοταπεινώνεται υπακούωντας σε κομματικά κελεύσματα, την έκλειψη κάθε έννοιας αξιολόγησης, άρα και επαίνου ή ψόγου, σε κάθε επίπεδο του δημοσίου βίου, και, εσχάτως, μια αντιαισθητική και συνάμα επικίνδυνη μετατόπιση του πολιτικού διαλόγου στο επίπεδο της σκανδαλολογίας και της ηθικολογίας.
Υπό αυτό το πρίσμα, το σύστημα αυτό έστω κι αν δεν έχει εξαντλήσει τα όρια ζωής του, έχει αναντίρρητα εξαντλήσει προ πολλού τη θετική δυναμική του. Είναι πλέον στο χέρι μας να του δείξουμε την πόρτα της εξόδου, ξεκινώντας από αύριο. Θεμελιώδες ζήτημα νομίζω πως αποτελεί πλέον η συγκρότηση μιας αυθύπαρκτης κεντρικής εξουσίας με δυνατότητα επιβολής και διάθεση για τομές. Κι επειδή προς το παρόν μοιάζει μακρινή η ανανέωση του πολιτικού προσωπικού κατά τρόπο ρηξικέλευθο και μαζικό, όπως συμβαίνει αυτές τις μέρες στη Μ.Βρετανία, ίσως δεν θα ήταν κακή λύση για ανανέωση η στροφή από τις μονοκομματικές στις κυβερνήσεις συνεργασίας. Αλλά παρασύρθηκα κι εγώ, αύριο έχουμε ευρωεκλογές...
ΥΓ. Για το ζήτημα της αποχής συμφωνώ απόλυτα με όσα εξέθεσε παρακάτω ο Λεωνίδας. Το μόνο που έχω να προσθέσω είναι αυτό που σημειώνει ο Π.Μανδραβέλης σε σημερινό του άρθρο, πως όλοι αυτοί που θα επιλέξουν να απόσχουν δεν θα έχουν από Δευτέρα κανένα δικαίωμα να γκρινιάζουν για όλα εκείνα που θα γίνουν γι’ αυτούς χωρίς αυτούς...
Δε θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο...
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια τις κυβερνήσεις συνεργασίας μόνο έχω κάποιες αντιρρήσεις/αμφιβολίες αλλά ίσως να είναι κι αυτή μια διέξοδος. Η άλλη εναλλακτική θα ήταν μια ριζική θεσμική αναδιάρθρωση, την οποία ουδείς είναι διατεθιμένος να κάνει (άλλωστε δε θα είχε κανείς και τη βούληση)...
Κι εγώ για να πω την αλήθεια φαντάζομαι πως θα συναντήσουν μεγάλες δυσκολίες, δεδομένης της παράδοσης που έχουμε να απορρίπτουμε συλλήβδην κάθε έννοια συμβιβασμού, αλλά και να διογκώνουμε ως προανάκρουσμα διάσπασης κάθε λεκτική διαφωνία, η οποία είναι εύλογο να εκδηλωθεί στο πλαίσιο κάθε συγκυβέρνησης.Όμως και τη ριζική θεσμική αναδιάρθρωση, με την οποία συμφωνώ απόλυτα, αποδείχθηκε ιστορικά ότι οι μονοκομματικές κυβερνήσεις δεν κατόρθωσαν να την φέρουν εις πέρας.Ίσως κυβερνήσεις συνεργασίας με ευρύτερα εχέγγυα συνέναισης και αποδοχής του εκλογικού σώματος θα είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας. Αν και νομίζω ότι όποιος επιθυμεί πραγματικά να επιφέρει αλλαγές το κάνει αγνοώντας τις δημοσκοπήσεις...
ΑπάντησηΔιαγραφή