Ερχόταν κάθε μέρα, και καθόταν στο καφενείο μας μονάχος του στο τραπέζι για ώρες ολόκληρες. Πριν μπει ακόμη, ακούγαμε τον βήχα του. Ο βήχας του είχε ήχο βαρύγδουπο, λες και χτύπαγε με αυτόν τη πόρτα του μαγαζιού.
Δεν έλεγε κουβέντα, μόνο ρουφούσε αργά αργά τον καφέ που του έφερνα ντροπαλά, σαν κοριτσάκι που ήμουνα.
Μου φαινόταν γέρος. Πολύ γέρος. Αμέτρητες οι ρυτίδες στο πρόσωπό του. "Είναι δεν είναι εβδομήντα χρονώ..." έλεγα μέσα μου. Ύστερα που 'μαθα όμως ότι δεν ήταν καν πενήντα, τρελάθηκα, είπα της μάνας "βρε μάνα, τούτος μοιάζει να 'ναι με το ένα το ποδάρι του στο τάφο!" και εκείνη μου αποκρίθηκε "η θάλασσα τα φταίει. Του καταβρόχθισε τα νιάτα του. Και τώρα δες τονα, σαν το κόκκαλο της σουπιάς που το κύμα έφτυσε στην στεριά" χαμογέλασε πικρά και ξανάρχισε να ψήνει τους καφέδες για τους πελάτες μας.
Από τότε που έμαθα ότι ο άντρας αυτός ήταν ναυτικός άρχισα να τον παρατηρώ με μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Ποιος ξέρει τι είχε δει το μάτι του... Λες να 'χε παλέψει με τέρατα τρομερά που ξεπηδούσαν απ' τα κύματα; Να τον είχε ερωτευτεί μια πεντάμορφη γοργόνα και να 'χε πεθάνει για χάρη του; Λες να ήταν όμορφος νέος; Να 'ταν ξανθός σαν πρίγκηπας, ηλιοκαμένος σαν πειρατής; Μήπως ήταν πειρατής; Παιδί ήμουν, και η φαντασία μου ένα άλογο ανήμερο. Κάθε φορά που 'ρχόταν δε μπορούσα να ξεκολλήσω το βλέμμα μου από πάνω του. Η μάνα μου μ' έβλεπε και εκνευριζόταν. "Σταμάτα να τον κοιτάς έτσι. Σταμάτα πανάθεμά σε!" μια μέρα μου σφύριξε μέσα απ' τα δόντια σαν φίδι για να μην ακουστεί. Τι ήθελε; Δεν έκανα και τίποτα κακό, τι την πείραζε αυτήν; Κι ύστερα, ούτε που το 'χε καταλάβει ο ναυτικός, το βλέμμα του ήταν αλλού, ταξίδευε. Μια φορά, επιτέλους τα μάτια ξεκόλλησαν από το ταξίδι και καρφώθηκαν πάνω μου. Θεέ μου, τι μάτια ήταν τούτα; Δεν ξέρω αν ήταν το χρώμα τους ή το ότι απλά με είχαν ανακαλύψει να τον παρακολουθώ, αλλά με έλουσε κρύος ιδρώτας. Καταγάλανα αμύγδαλα με πυκνές βλεφαρίδες. Μου έγνεψε να πάω κοντά του. Εάν μου ζητούσε να του πω το όνομά μου δεν θα ήξερα τι να απαντήσω απ' την ντροπή μου.
Κάθισα σιωπηλά δίπλα του περιμένοντας να μου πει κάτι, μα αφού με παρατήρησε για λίγο και έριξε τα δίχτυα του στη σκέψη του ξαναχάθηκε, και ύστερα από δύο γουλιές καφέ ξανάρχισε το ταξίδι.
Το κατάλαβα μετά από καιρό. Το έμαθα ότι είχα και εγώ για λίγο γίνει το λιμάνι του. Ποτέ δεν είχε αφήσει τη θάλασσα, ακόμη και τότε που το κορμί του βρισκόταν στην στεριά, στο καφενείο μας.
Ναι, κάποια στιγμή το είπε, το είπε ότι ήταν ναυτικός αλλά ότι κολύμπι δεν ήξερε. "Όταν θα 'ρθει η ώρα μου" είπε με φωνή βαθιά σαν την άβυσσο "θέλω να με καταπιεί η θάλασσα και κουβέντα ενάντιά της να μην πω. Θέλω να με τιμήσει πριν το μεγάλο μου ταξίδι, να μου πει πως τώρα είναι έτοιμη να με αγκαλιάσει για πάντα, να με ριζώσει μέσα στα σπλάχνα της για τα καλά". Τότε μια γυναικεία φωνή ίσως να έβρισκε το κουράγιο να του πει: "και εγώ για σένα τι είμαι; Ένα λιμάνι. Τίποτε παρά ένα λιμάνι θλιμμένο που γέρνει την ελπίδα στον ορίζοντα. Ποιος ξέρει πότε θα έρθεις; Πότε θα σε φέρει εκείνο το καράβι. Μία κοντά μου, μία μακριά μου, σαν το κύμα".
Αλλά, τόσες γυναίκες - λιμάνια, τι να τις κάνει πλέον; Ας γίνει, για το τέλος, η θάλασσα το αιώνιο του λιμάνι.
by Fedra
πολύ όμορφο!
ΑπάντησηΔιαγραφήμπράβο Φαίδρα. πόσο μου αρέσουν τα κείμενα σου... μου αρέσει που δημιουργούν εικόνες. κάθε φορά που διαβάζω κείμενο σου, παράλληλα το ζωγραφίζω. ζωγραφίζω στο μυαλό μου το καφενείο, τον ναυτικό, τη μικρή κοπέλα, τη θάλασσα που θα τον αγκαλιάσει... και επίσης γράφεις ιστορίες που έχουν την αύρα μίας λογοτεχνίας παλαιότερης εποχής. μπράβο once more!
ΑπάντησηΔιαγραφήEκφραζει την αληθεια, απλοτητα, δημιουργικοτητα και αγνη σκεψη.
ΑπάντησηΔιαγραφή