Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Η ιστορία του μικρού Αντώνη και του Μουσταφά


Κάπου κοντά στη Φειδίου, Αθήνα, κέντρο, Δεκέμβριος 2010.

Λες και ο καιρός συντονίστηκε με την ψυχοσύνθεση των κατοίκων του αττικού λεκανοπεδίου. Όπου και να στρέψεις το κεφάλι, συναντάς γκριζωπά, κακόκεφα, γεμάτα παράπονο πρόσωπα και στον ουρανό τα σύννεφα δεν λένε να διαλυθούν εδώ και ημέρες. Οι σταγόνες της βροχής πέφτουν πάνω στις ασπίδες των αστυνομικών των ΜΑΤ, οι οποίοι έχουν καρφωμένο το βλέμμα τους στην κοντή φούστα μιας Αθηναίας καλλονής. Ο κόσμος τρέχει με το κεφάλι γερμένο μπροστά, από τη μια στάση του μετρό στην άλλη. Τρέχουν να προλάβουν το τελευταίο δρομολόγιο. Σε λίγο ξεκινά η γενική απεργία και οι ατέρμονες πορείες και συγκρούσεις στο κέντρο της ελληνικής πρωτεύουσας.

Κοιτάζω την ώρα στο κινητό μου. Φοβάμαι πως θα εγκλωβιστώ στο κέντρο και δεν θα προλάβω να στείλω εγκαίρως την είδηση της ημέρας στη Λευκωσία. Αρκετά εκνευρισμένος με την «προοδευτική μιζέρια» της ελληνικής Αριστεράς, βγαίνω από έναν «προοδευτικό» εκδοτικό οίκο. Πριν λίγο είχα μπλεχτεί σε μια εντελώς ανούσια κουβέντα γύρω από τα ελληνικά δρώμενα. Οι συνομιλητές ενδιαφέρονται μόνο για το «μαγαζάκι» τους. Δεν έχω να συζητήσω τίποτα μαζί τους.

Βγαίνοντας με βιασύνη και οργή έξω, αντικρίζω μια εικόνα που έρχεται να σημαδέψει τη ζωή μου. Ένας πενηντάρης κύριος κρατά στην αγκαλιά του ένα δωδεκάχρονο αγόρι και στο ένα του χέρι ένα άδειο ποτήρι. Αγνοώντας τις ψιχάλες που καλύπτουν όλο και περισσότερο τα φθαρμένα ρούχα του ίδιου και του μικρού, κοιτάζει στα μάτια τους περαστικούς και ζητά μια μικρή βοήθεια. Οι περαστικοί δεν του δίνουν καμία σημασία. Τον προσπερνούν σχεδόν εκνευρισμένοι. Λες και τον ρωτούν σιωπηλά «τι θέλεις, να μαυρίσεις κι άλλο την ημέρα μας;».

Κάνω δύο βήματα, περνώ μπροστά από τον κύριο και στη συνέχεια γυρνώ το κεφάλι για να δω ολόκληρη την εικόνα. Διαπιστώνω ότι ο μικρός τρέμει στην αγκαλιά του κυρίου. Αδειάζω στη φούχτα μου όσα ψιλά κρατούσα. Πλησιάζω τον κύριο και τα αδειάζω στο ποτήρι του. Εκείνη τη στιγμή παρατηρώ το σχεδόν κοκκινισμένο και παραμορφωμένο πρόσωπο του μικρού. Γονατίζω και φέρνω το χέρι μου στο μέτωπο. Καίει από τον πυρετό. Ρωτώ τον κύριο τι έχει. Μου εξηγεί ότι το δωδεκάχρονο αγόρι είναι ο γιος του και ότι εδώ και ημέρες τον ταλαιπωρεί μια ίωση. Κάποιοι φαρμακοποιοί έδειξαν την ευαισθησία και τον προμήθευσαν με κάποια φάρμακα, τα οποία όμως τελείωσαν την προηγούμενη νύχτα.

Εμπιστεύομαι τον χαρτοφύλακά μου –στο οποίο βρίσκονται πολύ σημαντικά έγγραφα (διαβατήριο, βιβλιάρια κ.ο.κ.)– στον κύριο και τρέχω στο διπλανό φαρμακείο. Αγοράζω φάρμακα για τη γρίπη και σε λίγα λεπτά του τα παραδίδω. Τη στιγμή που πιάνει τη σακούλα, ξεσπά σε κλάματα. Μου διηγείται την ιστορία του. Μου μιλά για το εργοστάσιο στη Θεσσαλονίκη που έκλεισε εξαιτίας της κρίσης. Μου μιλά για την άκαρδη γυναίκα του που κράτησε την κόρη της και πέταξε στον δρόμο τον πατέρα και τον γιο. Κλαίει και μου διηγείται τις δεξιότητες του μικρού Αντώνη στα μαθηματικά και στη γεωμετρία. Εδώ και μερικούς μήνες, ο μικρός έχει αναγκαστεί να εγκαταλείψει το σχολείο…

Γονατίζω στη λασπωμένη γη της Αττικής και φυλάω στο μέτωπο τον μικρό φίλο. Μετά απομακρύνομαι με γρήγορα βήματα. Στο πρώτο στενό καταρρέω…

Παραλιακή οδός του Μπαλατά, Φανάρι, λίγα μέτρα πιο πέρα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, Κωνσταντινούπολη, φθινόπωρο 1999.

Αλλάζω με ιλιγγιώδεις ρυθμούς μέσα μεταφοράς και τρέχω να προλάβω ένα σημαντικό ραντεβού στο Πέρα. Ένα σημαντικό ρομαντικό ραντεβού με περιμένει κάτω από το άγαλμα του Τακσίμ, στην καρδιά της Πόλης. Η κίνηση στους δρόμους της πρώην βασιλεύουσας είναι μια γερή δοκιμασία για τα νεύρα. Κατεβαίνω από το λεωφορείο και αποφασίζω να διασχίσω τη γέφυρα του Κερατίου με τα πόδια. Τότε αντικρίζω τον μικρό Μουσταφά που προσπαθεί να πουλήσει μικροαντικείμενα και εισιτήρια λεωφορείου, κάτω από την ασταμάτητη βροχή του Μαρμαρά.

Τη στιγμή που πλησιάζω τον Μουσταφά για να του πληρώσω τα εισιτήρια που πήρα, παρατηρώ την όλη εικόνα με μεγαλύτερη προσοχή. Παρατηρώ τα φθαρμένα και σκισμένα ρούχα του μικρού. Βλέπω ότι έχει φορέσει εφημερίδες κατάσαρκα για να εμποδίσει κάπως την είσοδο του κρύου μέσα από τα ρούχα του. Βλέπω ένα βιβλίο ιστορίας πλάι του, το οποίο έχει γίνει μούσκεμα. Μου κεντρίζει το ενδιαφέρον. Πιάνω κουβέντα με τον μικρό. Μου εξηγεί τη δική του ιστορία. Ο πατέρας του έχει μείνει άνεργος από τότε που το εργοστάσιο στο οποίο δούλευε ιδιωτικοποιήθηκε. Η μητέρα του έχει καρκίνο του μαστού και όμως τα τουρκικά νοσοκομεία, υπακούοντας στις οδηγίες του ΔΝΤ, αρνούνται να τη θεραπεύσουν δίχως χρήματα. Η αδελφή του εργάζεται σε ένα εργοστάσιο παραγωγής ζυμαρικών 12 ώρες την ημέρα, δίχως ασφάλιση και κοινωνικά δικαιώματα. Ο μικρός θέλει να γίνει ιστορικός, είναι καλός μαθητής στο σχολείο, και τα απογεύματα, ενώ πουλάει εισιτήρια, προσπαθεί να ετοιμαστεί για τα μαθήματα της επόμενης ημέρας.

Θυμάμαι ότι εκείνη την ημέρα έχασα το ρομαντικό ραντεβού στο Πέρα. Έμεινα δίπλα στον Μουσταφά και μελετήσαμε μαζί το Συνέδριο της Σεβάστειας, το οποίο το 1919 σηματοδότησε το πρώτο βήμα προς την ίδρυση της σύγχρονης Τουρκικής Δημοκρατίας. Πάει και το χαρτζιλίκι μου… Μετά το μάθημα στη γέφυρα του Κερατίου, καταλήξαμε με τον Μουσταφά σε ένα φτωχικό κεφτετζίδικο στο Ούνκαπανι. Τις επόμενες ημέρες, τα χρήματα που είχα μαζέψει για να εντυπωσιάσω το πρόσωπο που έστησα στο Πέρα με ένα ρομαντικό δείπνο, τα επένδυσα σε γραφική ύλη και βιβλία για τον Μουσταφά.

Ενημερωτικά… Το εργοστάσιο μακαρονιών, στο οποίο εξακολουθεί να εργάζεται ανασφάλιστη η αδελφή του Μουσταφά, σήμερα έχει μετεξελιχθεί σε εταιρεία-κολοσσό της Μέσης Ανατολής. Η μητέρα του πέθανε λίγους μήνες μετά τη γνωριμία μας στην πόρτα ενός νοσοκομείου που αρνήθηκε να τη δεχθεί. Τον πατέρα του μικρού τον σκότωσε ο οδηγός ενός πολυτελέστατου αυτοκινήτου, ο οποίος οδηγούσε με 180 χλμ. την ώρα σε κεντρική οδό υπό την επήρεια αλκοόλ. Δεν φυλακίστηκε ποτέ. Ο Μουσταφά μεγάλωσε και σπουδάζει κοινωνιολογία στα βάθη της Ανατολίας. Παρακολουθεί την αρθρογραφία μου, έχει μεγάλο ενδιαφέρον για την ιστορία της Κύπρου και επιθυμεί κάποτε να επισκεφθεί την ελεύθερη Κύπρο. Του το έχω υποσχεθεί…


του ΝΙΚΟΥ ΣΤΕΛΓΙΑ


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου