Όσο πλησιάζουν οι αυτοδιοικητικές εκλογές, τόσο δυναμώνουν και οι φωνές εκείνες οι οποίες καλούν τους πολίτες να δώσουν την ψήφο τους σε ένα διαφορετικό από τα άλλα κόμμα: σε αυτό της αποχής. Κάνουν λόγο για έναν τρόπο αντίστασης και υπονόμευσης του πολιτικού συστήματος και προβάλλουν τα σημαντικά ποσοστά αποχής των προηγούμενων εκλογικών αναμετρήσεων. Κατά πόσο όμως τα ποσοστά αυτά ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα; Επιπλέον, η αποχή ισούται με αντίσταση ή, τελικά, με ανοχή;
Στην πραγματικότητα τα ποσοστά των ψηφοφόρων εκείνων που απέχουν από την εκλογική διαδικασία προβάλλονται ιδιαίτερα αυξημένα, τόσο σε σφυγμομετρήσεις όσο και στις προηγούμενες εκλογές, βουλευτικές και αυτοδιοικητικές. Η δημοσκόπηση της Vprc, μάλιστα, καταδεικνύει ένα πρωτοφανές ποσοστό διάθεσης της κοινής γνώμης να ψηφίσει λευκό/κανένα ή να απέχει από την κάλπη ενδεχόμενων βουλευτικών εκλογών (41,2%), ενώ αντίστοιχη είναι η εικόνα και στις αυτοδιοικητικές εκλογές, με δείγμα από την περιφέρεια Αττικής. Η στάση αυτή των ψηφοφόρων συχνά ερμηνεύεται ως απόρριψη της τρέχουσας κυβέρνησης και του πολιτικού συστήματος εν γένει, το οποίο και η αποχή συχνά έχει δηλωμένο στόχο να υπονομεύσει ή να αμφισβητήσει.
Δεν λείπουν όμως εκείνοι οι οποίοι υποστηρίζουν ότι τα ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά αποχής τα οποία βλέπουμε δεν είναι παρά πλασματικά, ενώ η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Επιπλέον, μήπως εν τέλει η αποχή από τις κάλπες όχι μόνο δεν θέτει σε κίνδυνο το υπάρχον πολιτικό σύστημα και τα «μεγάλα κόμματα», αλλά αντίθετα καταλήγει να ενισχύσει τις κυρίαρχες τάσεις και ιδεολογίες;
Ο Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης ΑΠΘ και Επιστημονικός Σύμβουλος της VPRC, Χριστόφορος Βερναρδάκης μίλησε για το φαινόμενο της αποχής, τις πραγματικές διαστάσεις, αλλά και επιπτώσεις του.
Στο 10% κι όχι στο 25% το πραγματικό ποσοστό αποχής
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία για τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές το ποσοστό των ψηφοφόρων που απείχαν από την εκλογική διαδικασία κυμαίνεται κατά μέσο όρο στο 24%, με αποκορύφωμα το 25,85% των εκλογών του 2007. Παρόλα αυτά, όπως επισημαίνει η Νέλλη Ψαρού, βάσει απλών μαθηματικών υπολογισμών το ποσοστό αυτό δεν μπορεί παρά να είναι πλασματικό και ανακριβές.
Συγκεκριμένα, πρόκειται για μια λανθασμένη εκτίμηση και υπολογισμό του εκλογικού σώματος, καθώς στην πραγματικότητα οι ψηφοφόροι είναι πολύ λιγότεροι από αυτούς που εμφανίζονται στους εκλογικούς καταλόγους.
Καταρχάς, αν υποθέσουμε ότι η Ελλάδα έχει 10.206.539 νόμιμους κατοίκους, όπως δείχνει η τελευταία απογραφή του 2001, δεν είναι δυνατόν οι εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι να είναι 9.921.150! Αν τα νούμερα αυτά είναι σωστά, τότε προκύπτει ότι μόνο 300 χιλιάδες άτομα δεν είναι εγγεγραμμένα στους εκλογικούς καταλόγους. Και μόνο οι νέοι και τα παιδιά κάτω των 18 θα πρέπει να είναι περισσότεροι από αυτόν τον αριθμό.
Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο συντάσσονται οι εκλογικοί κατάλογοι δημιουργεί νέες παρανοήσεις. Συγκεκριμένα, οι κατάλογοι αυτοί συντάσσονται βάσει των δημοτικών καταλόγων. Δηλαδή όλοι οι άνω των 18 κάτοικοι ενός δήμου γράφονται και στον εκλογικό κατάλογο. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι από τον δημοτικό κατάλογο δεν μπορείς να διαγραφείς. Δηλαδή όσοι απλά μετακόμισαν σε κάποιον άλλο δήμο, αυτή τη στιγμή είναι εγγεγραμμένοι σε δυο δημοτικούς καταλόγους. Οπότε, όταν συνταχθεί ο νέος κατάλογος των ψηφοφόρων, το όνομά τους θα εμφανιστεί δύο φορές.
Κι αυτό χωρίς να υπολογίσει κανείς τους ετεροδημότες, όσους ζουν ή σπουδάζουν στο εξωτερικό, καθώς και τους ηλικιωμένους οι οποίοι απλά δεν δύνανται να μετακινηθούν και να ψηφίσουν. Παραμένουν, όμως, εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους. Ακόμη χειρότερα, αν κάποιος αποβιώσει σε άλλο δήμο από αυτόν στον οποίο είναι εγγεγραμμένος και δεν δηλωθεί ο θάνατός του σε αυτόν, τότε απλά παραμένει ψηφοφόρος μια αιωνιότητα.
«Αυτές οι παρατυπίες που αναφέρετε υπάρχουν» συμφώνησε ο κ. Βερναρδάκης, προσθέτοντας ότι στην πραγματικότητα το ποσοστό των ψηφοφόρων που απέχουν κυμαίνεται γύρω στο 9-10%, σύμφωνα με τα στοιχεία για το 2009, σημειώνοντας μάλιστα άνοδο από το αντίστοιχο 7-8% του 2007. «Τα δημοτολόγια αποτελούν τον εν δυνάμει εκλογικό πληθυσμό, αλλά στην πράξη υπάρχουν πολλές αποκλίσεις» εξηγεί, υπογραμμίζοντας ότι κανείς δεν μπορεί στην πραγματικότητα να γνωρίζει επακριβώς τις αποκλίσεις αυτές και, συνεπώς, το πραγματικό ποσοστό της αποχής.
Με την αποχή πλήττεται το πολιτικό σύστημα;
Μεταξύ των δημοφιλών «συνθημάτων» υπέρ της αποχής από την εκλογική διαδικασία είναι αυτό που υποστηρίζει ότι με την αποχή υπονομεύεται το πολιτικό μας σύστημα. Δηλαδή, με την αποχή μπορούμε, συλλογικά, να κλονίσουμε το πολιτικό σύστημα από τις βάσεις του και να προκαλέσουμε την πτώση και αντικατάστασή του. Η αποχή προβάλλεται ως ενσυνείδητη καταδίκη «της διαφθοράς και της σήψης» του πολιτικού γίγνεσθαι, καθώς όποια συμμετοχή νομιμοποιεί το πολιτικό σύστημα να συνεχίσει κάνοντας τα ίδια.
Μια αντίθετη άποψη, κατά της αποχής, υποστηρίζει ότι το κράτος όχι μόνο δεν πλήττεται από την αποχή, αλλά, αντίθετα, την επιδιώκει κιόλας. Συγκεκριμένα, πρόκειται, υποστηρίζεται, για έναν τρόπο χειραγώγησης με στόχο την καλλιέργεια ενός κλίματος απογοήτευσης και μοιρολατρίας, οδηγώντας, εν τέλει, σε αποχή από τις κάλπες. Με τον τρόπο αυτό «αχρηστεύουν επί της ουσίας το θυμό και την απογοήτευση» του κόσμου. Αντίστοιχα, το κράτος αποκρύπτει και «φουσκώνει» τα ποσοστά της αποχής με το σκεπτικό ότι μια μεγάλη αποχή ενδέχεται να προκαλέσει ακόμη περισσότερους απέχοντες, παρά δυσαρεστημένους. Η αποχή, κατά την άποψη αυτή, θεωρείται ισοδύναμη με ανοχή, ανευθυνότητα, καθώς και μήνυμα μηδενικής αντίστασης. Αποτέλεσμα να ενισχύεται το σύστημα και να προκαλείται –ακόμα και τεχνητή- αύξηση των ποσοστών του κόμματος το οποίο οι υποστηρικτές του σπεύδουν να ψηφίσουν.
Αν αναλογιστεί κανείς ότι η αποχή ή μη είναι μια πολιτική απόφαση και πράξη, το ποια από τις παραπάνω εκδοχές και απόψεις επιλέγει να υιοθετήσει κανείς είναι καθαρά ιδεολογική πράξη. Παρόλα αυτά, πρέπει να τονιστεί ότι, τεχνικά, τα λευκά ή άκυρα ψηφοδέλτια δεν επηρεάζουν άμεσα το αποτέλεσμα των εκλογών, καθώς ακόμη και πέντε πολίτες να ψηφίσουν ένα κόμμα κι αυτό να κερδίσει τις εκλογές, θα εκλέξει 300 βουλευτές.
Παρόλα αυτά, επισημαίνει ο κ. Βερναρδάκης, ένα φαινόμενο εξαιρετικά εκτεταμένης αποχής από τις κάλπες θα μπορούσε όντως να κλονίσει το πολιτικό σύστημα και να θέσει ζήτημα πολιτικής νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος και του μηχανισμού αντιπροσώπευσης, οδηγώντας σε σημαντική κοινωνική αναταραχή. «Μιλάμε πάντα για ένα ποσοστό της τάξεως του 50-60% το οποίο και θα απέχει από την εκλογική διαδικασία. Κάτι τέτοιο όμως, ιδίως στις αυτοδιοικητικές εκλογές, δεν είναι πολύ πιθανόν να συμβεί», εξηγεί.
Αποχή: μια νέα τάση και στις αυτοδιοικητικές;
Τάση αποχής υπάρχει, επισημαίνει ο κ. Μπερναρδάκης, υπογραμμίζοντας όμως ότι το φαινόμενο αυτό αφορά κυρίως τις βουλευτικές εκλογές, «όποτε κι αν αυτές προκηρυχθούν». Η τάση αυτή αντανακλά την απογοήτευση του κόσμου απέναντι στο ισχύον πολιτικό σύστημα και έγινε ακόμη πιο έντονη μετά την ψήφιση του μνημονίου και τη θέσπιση μη δημοφιλών μέτρων.
Αυτό όμως, αναφέρει, δεν ισχύει και στην περίπτωση των αυτοδιοικητικών εκλογών. Στην πραγματικότητα, λόγω των δημοτικών κυρίως εκλογών, θα απορροφηθεί ένα σημαντικό μέρος της εκρηκτικής πολιτικής δυσαρέσκειας που καταγράφεται στο κεντρικό πολιτικό σύστημα. «Οι πολίτες δεν απέχουν στις δημοτικές εκλογές, πρόκειται για τοπικά διακυβεύματα τα οποία είναι πιο οικεία στους ψηφοφόρους. Και μιας και θα πάνε να ψηφίσουν δήμαρχο, είναι πιθανό να ψηφίσουν και περιφερειάρχη. Γι αυτό και σε ό,τι αφορά την εκλογή περιφερειακών συνδυασμών είναι πιο πιθανό να δούμε λευκά ψηφοδέλτια, παρά αποχή» επισημαίνει ο κ.Μπερναρδάκης.
«Παρόλα αυτά ίσως δούμε αυξημένα ποσοστά αποχής σε πολύ μεγάλους δήμους και αστικά κέντρα, όπως και αυτό της πρωτεύουσας, καθώς και σε περιφέρειες όπως η Αττική», κατέληξε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου