Η Τουρκία, νέα περιφερειακή κραταιά δύναμη.
Με λόγο και ρόλο σε όλα τα διεθνή θέματα. Της Δωρας Aντωνιου.
Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ είναι, από μία άποψη, σαν θεατρική σκηνή, στην οποία αποτυπώνονται οι διεθνείς σχέσεις, οι συσχετισμοί δυνάμεων, οι προτεραιότητες διεθνών και περιφερειακών οργανισμών, αναδεικνύονται οι συμμαχίες, αλλά και οι εμφανείς ή υποβόσκουσες αντιπαλότητες και κρίσεις και, τέλος, κάθε χώρα προβάλλει αυτά που διεκδικεί ως θέση και ρόλο της στη διεθνή πραγματικότητα.
Υπό αυτή τη διάσταση η Τουρκία έκανε αισθητή την παρουσία της στην εφετινή Γενική Συνέλευση του Οργανισμού στη Νέα Υόρκη. Συνολικά η παρουσία της τουρκικής αντιπροσωπείας και ιδιαίτερα οι συναντήσεις του προέδρου της Τουρκίας κ. Αμπντουλάχ Γκιουλ, αλλά και το περιεχόμενο των ομιλιών του, αποπνέουν τον αέρα μιας όχι απλά ανερχόμενης, αλλά κραταιάς περιφερειακής δύναμης, ρόλο τον οποίο η γείτονα διεκδικεί για τον εαυτό της. Η επιλογή του κ. Γκιουλ να απορρίψει συνάντηση με τον Ισραηλινό ομόλογό του, Σιμόν Πέρες και να συναντηθεί με τον Ιρανό πρόεδρο, Μαχμούντ Αχμεντινετζάντ, είχε τη δική της ιδιαίτερη σημειολογία ως προς τις προτεραιότητες της Τουρκίας τη δεδομένη χρονική περίοδο.
Το δόγμα εξωστρέφειας στην εξωτερική πολιτική, ενεργούς και πολυδιάστατης διπλωματίας, που θα αποστείλει το μήνυμα του αναβαθμισμένου διεθνούς παίκτη, με λόγο και ρόλο όχι μόνο στα της γειτονιάς του, αλλά σε όλα τα μεγάλα διεθνή ζητήματα, το οποίο ευαγγελίζεται ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου και έχει υιοθετήσει πλήρως η κυβέρνηση Ερντογάν, έχει τεθεί σε εφαρμογή. Η Τουρκία, αγνοώντας τις διεθνείς εκκλήσεις, υποδείξεις, πιέσεις, στρέφεται προς ανατολάς και φροντίζει να διατηρεί ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας και συνεργασίας με το Ιράν. Τα πλούσια αποθέματα υδρογονανθράκων του Ιράν είναι, ενδεχομένως, ο λόγος για την προσέγγιση. Η τουρκική πλευρά γνωρίζει ότι αργά ή γρήγορα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η κρίση στις σχέσεις Δύσης – Ιράν θα ξεπεραστεί και φροντίζει από τώρα να πάρει θέση για την επόμενη ημέρα, διεκδικώντας τον ρόλο του κύριου διαύλου μεταφοράς αυτών των ενεργειακών αποθεμάτων προς τις αγορές της Δύσης, εκτιμούν διπλωματικές πηγές.
Ανοίγματα
Παράλληλα, κάνει ανοίγματα προς κάθε κατεύθυνση: στα Βαλκάνια, καλλιεργώντας τις σχέσεις και με τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της περιοχής και προωθώντας οικονομικές συνεργασίες μέσω επενδύσεων τουρκικών εταιρειών, στον Καύκασο, διατυπώνοντας, τουλάχιστον σε λεκτικό επίπεδο, τη βούληση να κλείσει τις πληγές στις σχέσεις με τις χώρες της περιοχής, ενώ, μέχρι πρόσφατα, πριν από την κρίση με το Ισραήλ, διεκδίκησε ενεργό ρόλο στις διαπραγματεύσεις για τη Μέση Ανατολή. Σε κάθε ευκαιρία, δε, επιχειρεί να εμφανισθεί ως ο εκπρόσωπος και ο προασπιστής των απανταχού μουσουλμανικών πληθυσμών. Ακόμη και με το επαναλαμβανόμενο αίτημα προς την Ελλάδα για τη λειτουργία τεμένους στην Αθήνα, αυτό τον ρόλο εξυπηρετεί, καθώς οι μουσουλμάνοι που ζουν στην Αττική δεν έχουν σχέση με την Τουρκία, αλλά προέρχονται, ως επί το πλείστον, από άλλες ασιατικές και αφρικανικές χώρες.
Η αυτοπεποίθηση που εκπέμπει η Αγκυρα με τις επιλογές της ως προς το στοιχείο της υπερδύναμης, εδράζεται σε τρία στοιχεία: στη γεωγραφική της θέση, που αδιαμφισβήτητα την καθιστά παίκτη – κλειδί για μια ευρύτερη περιοχή με ιδιαίτερο διεθνές γεωπολιτικό ενδιαφέρον. Περιοχή που συγκεντρώνει μεγάλα ενεργειακά αποθέματα, ενώ, ταυτόχρονα, δεσμεύει την προσοχή της διεθνούς κοινότητας, τόσο με την εξελισσόμενη επιχείρηση στο Αφγανιστάν, όσο και με τις προοπτικές στις σχέσεις με το Ιράν.
Κατά δεύτερον, στην οικονομική της κατάσταση, που αυτή τη στιγμή έχει χαρακτηριστικά άνθησης και προοπτικές ανάπτυξης, απέναντι σε μια Δύση που παλεύει να αναδιοργανωθεί έναντι της βαθιάς ύφεσης και της οικονομικής κρίσης. Τέλος, στο ότι αποτελεί, όντως, δίαυλο επικοινωνίας με τον μουσουλμανικό κόσμο.
Είναι αυτή η αυτοπεποίθηση που κάνει την τουρκική πολιτική ηγεσία να υπερασπίζεται τον ρόλο του μεγάλου παίκτη για τη χώρα, προχωρώντας τα τελευταία χρόνια σε μια σειρά από κινήσεις, όπως η σύγκρουση με το Ισραήλ και η «ανυπακοή» στις επιταγές τις υπερατλαντικής υπερδύναμης, κινήσεις που παλαιότερα φάνταζαν αδιανόητες. Παράλληλα, η Τουρκία μεριμνά για την ενδυνάμωση της παρουσίας της στον διεθνή διπλωματικό «χάρτη». Οι διπλωματικές της αντιπροσωπείες στο εξωτερικό, που ήταν 136 το 1991, αυξήθηκαν σε 198 το 2009 και μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτος προβλέπεται σε αυτές να έχουν προστεθεί άλλες 26. Ο μεγαλύτερος αριθμός από νέες πρεσβείες αφορά χώρες της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής και, σύμφωνα με αναλυτές, ο επεκτατισμός των Τούρκων επιχειρηματιών στις χώρες αυτές προκάλεσε την αντίστοιχη διπλωματική επέκταση.
Αντίστοιχα, σε επίπεδο διεθνών οργανισμών, επιδιώκεται και σε σημαντικό βαθμό επιτυγχάνεται, η αναβάθμιση της εκπροσώπησης της Τουρκίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ΝΑΤΟ, όπου επέτυχε να καταλάβει θέση αναπληρωτή γενικού γραμματέα. Σε μια εποχή δύσκολη για τη Συμμαχία, όπου τα κράτη – μέλη προχωρούν σε μείωση των εισφορών τους τόσο σε χρήμα, όσο και σε δυνάμεις, επικαλούμενα τη διεθνή οικονομική κρίση, η Τουρκία δείχνει πρόθυμη να ενισχύσει την παρουσία της.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου