Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010

Σεπτεμβριανά: 1 Ελληνίδα και 1 Κομμουνιστής

Οι ζωντανές μαρτυρίες της κυρίας Ελένης και του Αζίζ Νεσίν από τη σκοτεινή ιστορία της Τουρκίας στο πογκρόμ της 6ης Σεπτεμβρίου στην Κωνσταντινούπολη.


«Η Κύπρος είναι τουρκική και θα παραμείνει τουρκική». «Πολίτες ομιλείτε Τουρκικά». Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, οι κάτοικοι της πρώην οθωμανικής βασιλεύουσας συνήθισαν να ζουν στον απόηχο αυτών των δύο χαρακτηριστικών συνθημάτων. Με την άνοδο του Δημοκρατικού Κόμματος στην εξουσία, το Κυπριακό βρέθηκε σταδιακά στο προσκήνιο της τουρκικής πολιτικής σκηνής.

Εκείνη την περίοδο διάφορες εθνικιστικές οργανώσεις εντατικοποίησαν τις κινητοποιήσεις τους και ζήτησαν από την κυβέρνηση της χώρας να λάβει πρωτοβουλίες στο Κυπριακό. Επίσης, κάλεσαν την κοινωνία σε επαγρύπνηση, σε ό,τι αφορά τη δράση των μειονοτήτων στο εσωτερικό της Τουρκίας. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50, διάφοροι εθνικιστικοί παράγοντες εμφανίστηκαν ιδιαίτερα ενοχλημένοι από την πλούσια και ζωντανή κοινωνική ζωή που επεδείκνυε η ρωμιοσύνη της Κωνσταντινούπολης.

Κατά τη γνώμη τους, η ελληνική κοινότητα της Πόλης ήταν μια επικίνδυνη κληρονομιά από το αυτοκρατορικό τους παρελθόν, η οποία δεν είχε την πρόθεση να εναρμονιστεί με τον εθνικό χαρακτήρα της νέας Τουρκικής Δημοκρατίας. Το μεγάλο έργο του Μουσταφά Κεμάλ και των συντρόφων του, η δημοκρατία που ιδρύθηκε το 1923, είχε αποφασίσει να γυρίσει την πλάτη στην αστική τάξη της χώρας και το Κυπριακό αποτελούσε την κατάλληλη αφορμή…

Ένας ανολοκλήρωτος περίπατος

Κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’50, όπως όλες οι Ρωμιές της Πόλης, έτσι και η κυρία Ελένη έμαθε να ζει αγνοώντας την καταστροφή που προμήνυαν τα εν λόγω συνθήματα. Στους δημόσιους χώρους φρόντιζε να χρησιμοποιεί την τουρκική γλώσσα και απέφευγε διπλωματικά να τοποθετηθεί δημοσίως για τα φλέγοντα πολιτικά ζητήματα, όπως λ.χ. το Κυπριακό. Η κυρία Ελένη προσπαθούσε να ζει στους κανονικούς ρυθμούς της καθημερινότητάς της, παρά την άνοδο του φανατισμού και των ακραίων συνθημάτων στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης.

Το ξημέρωμα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955 βρήκε την κυρία Ελένη στον παράδεισο των Πριγκιποννήσων, στη Χάλκη. Εκείνη την εποχή η Χάλκη και τα υπόλοιπα Πριγκιποννήσια έσφυζαν από παραθεριστές, οι οποίοι αναζητούσαν μια δροσερή όαση στην καρδιά του Μαρμαρά. Την πλειοψηφία των παραθεριστών αποτελούσαν οι Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης.

Η ζέστη στις 6 Σεπτεμβρίου 1955 ήταν αφόρητη. Η κυρία Ελένη προτίμησε ένα ελαφρύ μεσημεριανό γεύμα και στη συνέχεια παραδόθηκε σε έναν γλυκό ύπνο στην καλοκαιρινή απογευματινή αποχαύνωση της Χάλκης. Ονειρευόταν έναν γεμάτο από ερωτικά συναισθήματα περίπατο με τον εκλεκτό της καρδιάς της στα καταπράσινα μονοπάτια της Χάλκης. Καθώς θα έπεφτε ο πορφυρός ήλιος πίσω από την Αντιγόνη, ανυπομονούσε να αγγίξει το χέρι και να αισθανθεί το ζεστό βλέμμα του έρωτα της ζωής της. Μετά τον ανέφελο ύπνο, όταν ο ήλιος βρισκόταν στη δύση του, ξύπνησε βιαστικά και προετοιμάστηκε για τον περίπατο που ονειρευόταν όλο το μεσημέρι. Βγήκε με βιασύνη στον δρόμο και τράβηξε τον δρόμο που οδηγούσε στην αποβάθρα του νησιού.

Στη διαδρομή η κυρία Ελένη αντίκρισε τα άγρια βλέμματα των νησιωτών. Αρχικά δεν κατανόησε τον λόγο για τον οποίον οι συνάνθρωποί της την κοίταζαν με βλέμμα εχθρικό και γιατί κρατούσαν ρόπαλα και αιχμηρά αντικείμενα. Προχωρώντας, άρχισε να ακούει αυτά που συζητούσαν οι περαστικοί. «Οι Έλληνες έβαλαν βόμβα στο σπίτι του αρχηγού (σ.σ. του Μουσταφά Κεμάλ) στη Θεσσαλονίκη και είναι έτοιμοι να σφάξουν τα αδέλφια μας στην Κύπρο. Ήρθε η ώρα της εκδίκησης».

Οι εθνικιστικές εξάρσεις μιλούσαν από μόνες τους… Οι τουρκικές παρακρατικές οργανώσεις είχαν δρομολογήσει μια φόρμουλα που είχε δοκιμαστεί στην κεντρική Ευρώπη στα χρόνια των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Πρώτα σκηνοθέτησαν τον βομβαρδισμό του τουρκικού προξενείου της Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια κάλεσαν τα πλήθη να ξεσηκωθούν για την υπεράσπιση του τουρκικού εθνικού χαρακτήρα της δημοκρατίας και της Κύπρου. Το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955 στη Χάλκη, η κυρία Ελένη έγινε μάρτυρας της εφαρμογής αυτού του σχεδίου. Έζησε τον τρόμο τη στιγμή που τα οργισμένα πλήθη άρχισαν να επιτίθενται σε ακίνητα που ανήκαν σε μη μουσουλμάνους πολίτες της Τουρκικής Δημοκρατίας. Είδε με τα μάτια της την εισβολή του πλήθους στον ναό του Αϊ-Νικόλα στο κέντρο της αγοράς του νησιού. Μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα, οι μουσουλμάνοι ψαράδες είχαν τρέξει σε αυτόν τον ναό, με σκοπό να ζητήσουν τη βοήθεια του Αϊ-Νικόλα για πλούσια ψαριά…

Αντιμέτωπη με την απερίγραπτη βία, η κυρία Ελένη παραιτήθηκε από τα σχέδιά της για έναν ρομαντικό απογευματινό περίπατο και επέστρεψε στο πατρικό της. Η οικογένειά της βρήκε καταφύγιο στο σπίτι ενός Τούρκου νοικοκύρη. Ήταν τυχερή. Εκείνες τις ώρες υπήρχαν χιλιάδες μη μουσουλμάνοι κάτοικοι της Πόλης που γίνονταν στόχος του οργισμένου πλήθους. Οικίες, καταστήματα, ναοί και σχολεία παραδόθηκαν στις φλόγες. Ανοίχτηκαν οι τάφοι. Ξεθάφτηκαν τα φέρετρα και σκορπίστηκαν τα κόκαλα… Η νέα δημοκρατία ξεκαθάρισε στην αστική τάξη, την οποία κληρονόμησε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ότι η συμβίωσή τους δεν είναι πλέον εφικτή, αλλά ούτε και επιθυμητή. Ο ρομαντικός περίπατος της κυρίας Ελένης με τον εκλεκτό της καρδιάς της έπρεπε να αναβληθεί.


«Να καούν οι κομμουνιστές!»


Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, ο Αζίζ Νεσίν ήταν εκδότης μιας σατιρικής εφημερίδας στην Κωνσταντινούπολη. Εκείνη την εποχή το λογοτεχνικό ταλέντο του και το καυστικό χιούμορ του είχαν αρχίσει να προσελκύουν το ενδιαφέρον του κόσμου των γραμμάτων στην Τουρκία και στο εξωτερικό. Παράλληλα, η μαρξιστική σκοπιά του είχε προκαλέσει τη δυσανασχέτηση πολλών συμπατριωτών του. Για μια μερίδα της κοινωνίας ο Νεσίν ήταν «ο προδότης του εθνικού ιδανικού».

Το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου βρήκε τον «προδότη» σε ένα από τα ελληνικά εστιατόρια του Πέρα. Στο έργο του «Αυτοί που τους αξίζει η κρεμάλα» (σ.σ. «Salkim Salkim Asilacak Adamlar») ο Νεσίν διηγείται το ξέσπασμα του πογκρόμ κατά των μειονοτήτων. Εκείνο το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955 τα οργισμένα πλήθη ξεχύθηκαν στους δρόμους και άρχισαν να επιτίθενται στους μη μουσουλμάνους κατοίκους της πρώην βασιλεύουσας και στα ακίνητά τους. Στο ελληνικό εστιατόριο, στο οποίο βρισκόταν ο Νεσίν, είδε τον Έλληνα εστιάτορα να παρατά την κουζίνα του και να βγαίνει στην εξώπορτά του, κρατώντας ένα μεγάλο πορτρέτο του Μουσταφά Κεμάλ. Την ίδια στιγμή, οι υπάλληλοί του κρεμούσαν μια μεγάλη τουρκική σημαία στην είσοδο του εστιατορίου. Έμοιαζε με τους τελευταίους Βυζαντινούς που είχαν περιηγηθεί τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας, με την ελπίδα της σωτηρίας από την οθωμανική εισβολή. Όπως το 1453, έτσι και το 1955 μια εικόνα δεν ήταν αρκετή να εξασφαλίσει τη γαλήνη στην Κωνσταντινούπολη.

Στις 7 Σεπτεμβρίου 1955, όταν οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις βραδυκίνητα άρχισαν να θέτουν υπό τον έλεγχό τους τις μεγαλουπόλεις της Τουρκίας, οι Αρχές συνέλαβαν τον «προδότη του εθνικού ιδανικού», τον «κομμουνιστή» Αζίζ Νεσίν, με το πρόσχημα της οργάνωσης του πογκρόμ κατά των μη μουσουλμάνων πολιτών της Τουρκίας. Όπως στην περίπτωση της ναζιστικής Γερμανίας, έτσι και στην περίπτωση της Τουρκίας οι οργανωτές του πογκρόμ είχαν βρει το κατάλληλο εξιλαστήριο θύμα για τα δεινά που προκάλεσαν στη χώρα τους: Τους «κομμουνιστές»…

Ο Νεσίν και άλλοι μαρξιστές της Τουρκίας πέρασαν την είσοδο των φυλακών της Τουρκίας τη στιγμή που τα πλήθη τούς επιτίθονταν με ένα και μοναδικό σύνθημα: «Να καούν οι κομμουνιστές»… Δεν γνώριζαν ότι αυτοί που έκαψαν και γκρέμισαν μια ολόκληρη βασιλεύουσα και το μέλλον μιας ολόκληρης χώρας στην πραγματικότητα βρισκόταν στην Άγκυρα και με μηχανορραφίες διασκέδαζαν τις εντυπώσεις…


του ΝΙΚΟΥ ΣΤΕΛΓΙΑ

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου