Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

Το δέντρο που έδινε

Κάποτε ζούσε ένα δέντρο κι αγαπούσε ένα μικρό παιδί. Μέρα τη μέρα εκείνο ερχόταν φύλλα να μαζέψει, να φτιάξει στέμμα αρχοντικό, χρυσή κορώνα, σα Βασιλιάς που ήτανε του Δάσους. Στο δυνατό κορμό σκαρφάλωνε γοργά κι απ’ τα γερά κλαδιά κρεμιόταν κι έτρωγε καρπούς. Κατόπιν παίζανε κρυφτό. Και κουρασμένο το αγόρι εξάπλωνε στη σκιά κι αποκοιμιόταν. Και αγαπούσε το παιδί πολύ το δέντρο. Και το δέντρο γέμιζε χαρά.

Ωστόσο, ο χρόνος επερνούσε. Και το αγόρι εψήλωνε κι αυτό. Συχνά μονάχο έμενε το δέντρο. Μια μέρα το αγόρι φάνηκε ξανά κι είπε το δέντρο: - Έλα αγόρι μου, έλα ν’ ανέβεις στον κορμό μου, απ’ τα κλαδιά να κρεμαστείς κι απ’ τους καρπούς μου να διαλέξεις, στη μεστωμένη μου σκιά να παίξεις, να είσαι ευτυχισμένο! - Είμαι πολύ μεγάλος για ν’ ανέβω και να παίξω, είπε το παιδί. Θέλω να βρω απολαύσεις, να χαρώ. Θέλω χρυσάφι. Έχεις να μου δώσεις; - Λυπάμαι, είπε το δέντρο, μα δεν έχω από χρυσό. Έχω μονάχα φύλλα και καρπούς. Αυτούς να πάρεις, όμορφό μου αγόρι, να πουλήσεις στα παζάρια. Έτσι θα έχεις χρήμα να γίνεις ευτυχής. Τότε το αγόρι – που ήταν πολύ μεγάλο για ν’ ανέβει – σκαρφάλωσε και πήρε τους καρπούς μακριά. Και το δέντρο αγαλλόταν.

Μα το αγόρι εχάθη για πολύ. Το δέντρο το έτρωγε η λύπη. Αλλά μια μέρα το αγόρι φάνηκε ξανά κι απ’ τη χαρά του θρόισε το δέντρο κι είπε: - Έλα αγόρι μου, έλα ν’ ανέβεις στον κορμό μου απ’ τα κλαδιά να κρεμαστείς, να είσαι ευτυχισμένο! – Έχω πολλά να κάνω για να σκαρφαλώνω δέντρα, είπε το παιδί. Χρειάζομαι ένα σπίτι να’βρω ζεστασιά. Θέλω γυναίκα και παιδιά. Μπορείς να μου το δώσεις; - Δεν έχω σπίτι, μίλησε το δέντρο. Το δάσος είναι σπίτι μου, αλλά εσύ μπορείς να κόψεις τα κλαδιά μου και να φτιάξεις σπιτικό, να γίνεις ευτυχής! Έτσι το αγόρι έκοψε όλα τα κλαδιά και τα έσυρε μακριά, τα σπίτι του μ’ αυτά να φτιάξει. Και το δέντρο αγαλλόταν.

Μα πάλι το αγόρι εχάθη για πολύ. Κι όταν επέστρεψε μια μέρα, ήταν του δέντρου τόση η χαρά που αδυνατούσε να μιλήσει. Και ψιθύρισε: - Έλα, αγόρι μου, έλα να παίξεις. – Είμαι πολύ μεγάλος για να παίξω, είπε το παιδί. Θέλω μια βάρκα να με πάρει στον ορίζοντα. Μπορείς μια βάρκα να μου δώσεις; - Τον κορμό μου κόψε, φτιάξε το σκαρί, είπε το δέντρο. Φύγε στον ορίζοντα, να γίνεις ευτυχής! Έτσι κι έπεσε ο κορμός κι έγινε πλεούμενο γερό και πήρε το αγόρι. Και το δέντρο αγαλλόταν... μα όχι στ’ αλήθεια. Γιατί μετά από χρόνια που ξαναήλθε το αγόρι, «Λυπάμαι», είπε, «αγόρι μου όμορφο, γιατί πια τίποτε δεν έχω να σου δώσω. Οι καρποί μου εχάθηκαν».«Δεν έχω δόντια για καρπούς», είπε τ’ αγόρι.«Τα κλαδιά μου λείπουν. Δεν μπορείς να αιωρηθείς».«Είμαι πια γέρος για την κούνια», είπε το παιδί.«Ο ίδιος μου ο κορμός δεν βρίσκεται εδώ, να σκαρφαλώσεις».«Κουράστηκα πολύ, πού πια σκαρφάλωμα!».«Λυπάμαι τόσο», εστέναξε το δέντρο. Αχ και να μπορούσα, κάτι ακόμη να μπορούσα να σου δώσω! Μα δε μου μένει τίποτε παρά μονάχα ένα κούτσουρο στη γη. Πόσο λυπάμαι! – «Δεν είναι και πολλά αυτά που τώρα έχω ανάγκη», είπε το παιδί. Μονάχα ένα απάγγιο, μια ξαποστασιά μου μένει να ζητήσω, ν’ αφήσω πάνω εκεί το κουρασμένο μου κορμί». – «Λοιπόν», είπε το δέντρο αφού ίσιωσε το σώμα το κομμένο όσο μπορούσε, «ένας παλιός κορμός είν’ ό,τι πρέπει για να κάθεται κανείς να ξαποστάσει. Έλα, αγόρι μου και κάθησε. Κάθησε να ξεκουραστείς». Κι έτσι έκανε το αγόρι. Και το δέντρο πλημμύρισε ευτυχία.



Ευχαριστω την καθηγητρια μου που μου δανεισε το βιβλιο του Σελ Σιλβερσταιν το οποιο αποτελει ενα τρυφερό και παραβολικό παραμύθι, γιά όλες τις ηλικίες. Ισως τα δικα μας παιδια, να μην μπορουν επακριβως να καταλαβουν τον ορισμο της λεξης ''δασος''.


by Yanka


3 σχόλια:

  1. εξαιρετικό κείμενο που είχαμε βάλει τον περασμένο Αύγουστο ...Δυστυχώς, πάλι επίκαιρο ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. εξαιρετικό όπως εξαιρετική είναι και η τελευταία παράγραφος..

    ΑπάντησηΔιαγραφή