Δυστυχώς, σε κανέναν δεν προξένησαν την παραμικρή έκπληξη οι ''παραινέσεις'' των κομματικών ηγεσιών της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ αντιστοίχως προς τους ανεξαρτητοποιηθέντες βουλευτές που εκλέχτηκαν υπό τις κομματικές τους σημαίες. Οι χρόνιες διαφορές των πάλαι ποτέ εσωκομματικών αντιπάλων σε αμφότερες τις περιπτώσεις, αλλά και η κρατούσα αντίληψη του κομματισμού κατέστησαν τις πιέσεις κάτι παραπάνω από εύλογες, σχεδόν αυτονόητες. Δεν επρόκειτο άλλωστε για κάτι πρωτοφανές στη μεταπολιτευτική ιστορία, όπου η ''συνείδηση'' ενός εκάστου βουλευτή θεωρείται φέουδο της ηγεσίας που κατά την τρέχουσα μεταπολιτευτική νοοτροπία αυτονόητα δικαιούνταν να επιβάλλει την εκάστοτε ''γραμμή'' της στις ψηφοφορίες και, ούτε λίγο ούτε πολύ, να δικαιούται να ''τελειώνει'' πολιτικά τους αποκαλούμενους ''αντάρτες''.
Το προφανές πολιτικό οξύμωρο, της πάγιας ρητορικής επίκλησης της κατά συνείδησιν ψήφου από τη μια και της επιβολής συμπαγούς στάσης των κοινοβουλευτικών ομάδων από την άλλη, παρότι εξωθεσμικό και πλήρως αντισυνταγματικό λογίζεται ως προνομία του απόλυτου άρχοντα-προέδρου κάθε πολιτικού κόμματος, με τη Βουλή απλό θέατρο προκαθορισμένων συγκρούσεων. Η απόλυτη απαξίωση του νομοθετικού σώματος ως διαμορφωτή άσκησης πολιτικής αλλά και η ακύρωση της δυνατότητας διαμόρφωσης συναινέσεων θα ήταν υπερβολικό και ενδεχομένως παράλογο να αναχθούν αποκλειστικά και μόνον σε τέτοιου είδους συμπεριφορές. Είναι ωστόσο παραπάνω από βέβαιο ότι εάν ιστορικά είχε ακολουθηθεί διαφορετική πορεία εν προκειμένω, κατά πάσα πιθανότητα οι βουλευτές θα ήταν πολύ περισσότερο ειλικρινείς και θα ενδιαφέρονταν σημαντικά περισσότερο για τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων τους.
Στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ λίγο μετά από εκείνην της ΝΔ, για άλλη μια φορά πράττει σταλινικά ζητώντας από τους εκπροσώπους της Ανανεωτικής Πτέρυγας που απεχώρησαν από το κοινό πολιτικό μόρφωμα να παραιτηθούν και να βάλουν το κόμμα πάνω από το Σύνταγμα.
Το τελευταίο προτάσσει την απόλυτη ελευθερία δράσης του βουλευτή ως προς τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων του, κρίνοντας πως η ύψιστη δημοκρατική λειτουργία της θέσπισης νόμων οφείλει να γίνεται κατά τη συνείδηση των εκπροσώπων που ο ελληνικός λαός επέλεξε, προβλέποντας το ενδεχόμενο ανεξαρτιτοποίησης. Τόσο στην περίπτωση των αποχωρησάντων από τον αριστερό συνασπισμό όσο και σε εκείνην της κεντροδεξιάς, μάλιστα, μιλάμε για ορισμένα από τα πιο προβεβλημένα στελέχη με ουκ ολίγες πρωτιές σε ψήφους κατά τη διαδρομή τους, που καθιστούν εύλογη την πεποίθηση πως θα μπροούσαν να εκλεγούν ακόμη και σε διαφορετικά πολιτικά σχήματα.
Απλές υποθέσεις, θα πει κανείς, και ορθά. Εξίσου απλή, αν όχι απλοϊκή, είναι όμως η αντίληψη πως ο βουλευτής οφείλει να θέτει την κομματική του σημαία υπεράνω του λειτουργήματος που έλαβε εντολή να υπηρετεί. Ο έλεγχος ακόμη και του δικαιώματος ενός βουλευτή σε παραίτηση όποτε ο ίδιος κρίνει σκόπιμο είναι άλλωστε παντελώς αδικαιολόγητος, με την εξαίρεση ενδεχομένως του κόμματος που επισήμως εντάσσει στη ρητορική του τη λογική και πρακτική του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού.
Η ανακολουθία είναι βεβαίως σημαντικά μεγαλύτερη για την ΝΔ που αυτοαποκαλείται φιλελεύθερη και αστική παράταξη, ειδικά όταν επικαλούνται ως ιστορικό παράδειγμα την παραίτηση του κ. Σαμαρά κατόπιν της αποπομπής του από το τότε υπουργικό συμβούλιο και επί της ουσίας ζητώντας a priori από την κ. Μπακογιάννη να προχωρήσει στην ίδρυση νέου πολιτικού φορέα ανταγωνιστικού προς τη ΝΔ.
Στον ΣΥΡΙΖΑ, απλώς προξενεί θλίψη ως ένα ακόμη σύμπτωμα της διείσδυσης και διάδοσης σταλινικών αντιλήψεων και πρακτικών αλλά και του μιθριδατισμού στο έλλειμα πολιτικής κουλτούρας των κομμάτων εξουσίας, τελευταίο παράδειγμα του οποίου ήταν ως τώρα η μη εκλογή του κ. Κουβέλη στο συνέδριο του Συνασπισμού. Η οποία έδρασε και ως καταλύτης για ένα προαναγγελθέν για πολλούς διαζύγιο, που όμως σε κάθε περίπτωση καθιστά την κομματική ηγεσία υπεύθυνη -ή έστω συνυπεύθυνη- πολιτικά για τη ρήξη.
Από μιας άποψης λοιπόν, είναι σημάδι υγιούς αφύπνισης η άρνηση των προαναφερθέντων πολιτικών στελεχών να υποταχθούν στις επιταγές των προέδρων τους. Αν δε συνέβαινε τη στιγμή της μείζονος θεσμικής και οικονομικής κρίσης, κατά πάσα πιθανότητα δε θα συνέβαινε και ποτέ. Και θα διαιώνιζε την παλαιοκομματική λογική του ''μπετόν'' σε κάθε κοινοβουλευτική διαδικασία, άλλο ένα -ενδεχομένως όχι το μείζον- σύμπτωμα του κομματισμού και της παρακμής των βουλευτών, που αντιμετωπίζονταν συνήθως ως απλά φερέφωνα των επιλογών των ηγεσιών τους.
Σε μια πλήρως εξωθεσμική, αναχρονιστική λογική.
by Leonidas
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου