Ας μην κατηγορούμε διαρκώς τους τηλεκριτικούς: από τη φύση της η δουλειά τους ρέπει προς την υπερβολή ή και την ηθικολογία. Αναγκαστικά εκτιθέμενοι καθημερινά στα μαζικότερα και πλέον αγοραία θεάματα, οφείλουν να βρίσκονται διαρκώς απέναντι στις ισχυρότερες νευρώσεις του αιμοσταγούς κοινού κι έχουν να αναμετρηθούν με την ισχυρότερα δομημένη αισθητική, στις εικονοκλαστικές ή τις μηδενιστικές της εκφάνσεις.
Συν τοις άλλοις, είναι σε θέση να γνωρίζουν -περισσότερο ίσως από τον καθένα- τα όρια της ελευθερίας του λόγου όπως τίθενται υποκειμενικά (από το Μέσον) και αντικειμενικά (από τις διαθέσεις του κοινού). Ο τρόπος με τον οποίον αντιμετωπίζουν τις εκπομπές και τα πρόσωπα που προβάλλονται από την TV μοιραία τείνει να προσιδιάζει σε μια περισσότερο εκλεπτυσμένη εκδοχή της σάτιρας, καθώς ο περιορισμένος τους αντίκτυπος είναι πολύ ισχυρότερος όταν τα βάζουν με τα κακώς κείμενα παρά όταν προτείνουν θετικές εναλλακτικές που a priori πολύ λιγότερους αφορούν.
Εκ του αποτελέσματος βεβαίως, δεν είναι εντελώς αστήρικτος ο ισχυρισμός πως με τον τρόπο τους ίσως και να μιθριδατίζουν το κοινό (και μάλιστα, ένα κοινό που οι ίδιοι θεωρούν πιο εκλεπτυσμένο του τηλεοπτικού) στην ευτελή διασκέδαση που καταδικάζουν, όπως ακριβώς οι σατιρικές εκπομπές εθίζουν στην όλο και προκλητικότερη βλακεία των μεσημεριανών εκπομπών. Που με τη σειρά τους εθίζουν στην ολοένα και πιο απεγνωσμένη -και μικροαστική- αναζήτηση του ακραίου. (Για την ώρα άκρο μπορεί να θεωρηθεί η δια του χλευασμού διαφήμιση του γνωστού ντι-βι-ντι, αλλά όπως και σε κάθε φαύλο κύκλο τα άκρα είναι μόνο σχετικά)
Ίσως να είναι καχύποπτη η συσχέτιση του γεγονότος πως οι αυστηρότερες στήλες κατά κανόνα βρίσκονται σε έντυπα ομίλων που μετέχουν (και) σε κανάλια.
Σε κάθε περίπτωση, μπορεί να ειπωθεί πως αντί της ενασχόλησης με το τόσο δαιμονοποιημένο λάιφ στάιλ (που με τις τόσες καταδίκες κάθε άλλο παρά να αποδυναμώνεται δείχνει), το ίδιο άφθονο μελάνι θα μπορούσε να χύνεται για το θέατρο, το βιβλίο, τη μουσική.
Απλώς κανείς -όσο κι αν το θέλει- δεν μπορεί να μη δώσει στο κοινό μια μικρότερη ή μεγαλύτερη δόση εύπεπτου, εύληπτου αίματος και σπέρματος. Ακόμη κι εγώ τώρα, μιλώντας για τους τηλεκριτικούς. Άλλωστε συχνά είναι στα όρια του θεμιτού και ορισμένες φορές επιβάλλεται, ιδίως όταν η πραγματικότητα πράγματι είναι πολύ βίαια για να συγκαλυφθεί.
Εκείνο που συνέβη με την ΕΡΤ, κατά τη γνώμη μου, ήταν αδικαιολόγητο για έναν καλοπροαίρετο αναγνώστη. Φυσικά όχι επειδή όλα στη δημόσια τηλεόραση είναι ρόδινα. Σίγουρα οι περισσότεροι είναι δυσαρεστημένοι με το υψηλό μηνιαίο τέλος, υποψιάζονται κακοδιαχείριση και υπεράριθμο λόγω κομματικών σκοπιμοτήτων προσωπικό και απογοητεύονται από ορισμένα προγράμματα φτηνού περιεχομένου.
Με άλλα λόγια, σίγουρα οι περισσότεροι (σσ: η πλειοψηφία που όσο πιέζεται τόσο είναι ευκολότερο να μετατρέπεται σε όχλο), είναι πάντοτε έτοιμοι να δαιμονοποιήσουν οποιονδήποτε. Και να στραφούν κατά δικαίων και αδίκων, αποπροσανατολισμένοι ακόμη και από ένα δευτερεύον ζήτημα που απλώς κάνει περισσότερο θόρυβο.
Όπως και έγινε, αμέσως μετά τη διαρροή της περιβόητης λίστας αμοιβών. Η οποία, κατ'εμέ τουλάχιστον, κατέστησε αντιδεοντολογική για εκείνη την περίοδο οποιανδήποτε επίθεση. Δε ζω σε άλλον κόσμο για να σας πείσω για το απαραβίαστο των προσωπικών δεδομένων όποιου συνεργάζεται με μια έστω κρατική επιχείρηση.
Ζω στον ίδιο, εξ ου και απλώς επισημαίνω την κατάληξη που δεν ήταν παρά η μετακίνηση ορισμένων από τους παρουσιαστές που κατορθώνουν να συνδυάζουν την επάρκεια με την ανταγωνιστικότητα. Στον ίδιο κόσμο όπου τα ΜΜΕ παρουσιάζουν μεγάλη μείωση εσόδων και θα είχαν κάθε λόγο να διευρύνουν το διαθέσιμο εργατικό τους δυναμικό -και μάλιστα με πιέσεις στα κατά τεκμήριο πιο πεπειραμένα στελέχη της κρατικής τηλεόρασης, τα περισσότερα εκ των οποίων ευτυχώς παραμένουν παρά το κρέμασμα στα μανταλάκια...
Φυσικά και δεν οφείλει κανείς να κηρύξει τη μάχη κατά του καπιταλισμού -θα ήμουν ο τελευταίος. Οφείλει όμως ως μέρος του κοινού να απαιτεί πάντοτε τη στοιχειώδη δεοντολογία: εφ'όσον ένα τέτοιο έγγραφο διαρρέει, είναι το λιγότερο λαϊκίστικη και πρόχειρη η αξιοποίησή του ως τεκμηρίου κριτικής -ιδίως αν καταδίκαζε την πρακτική της κρυφής κάμερας στο παρελθόν.
Ακόμη πιο ιδεατά, θα έπρεπε να αφήσει τους εν λόγω ανθρώπους ησυχους για λίγο, ωσότου κοπάσει ο θόρυβος. Δεν κατηγορείται κανείς για δόλο, όμως τα γεγονότα δείχνουν πως ακούσια και ενδεχομένως με καλή πρόθεση υπηρετήθηκαν ιδιωτικά και όχι το δημόσιο συμφέρον.
by Leonidas
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου