Ο τίτλος εδώ δεν αναφέρεται σε τέλος της ''δυναστείας'' που σήμερα εκπροσωπείται στη Βουλή μόνον από τον τέως πρωθυπουργό (καθώς για τον θείο, κ. Αχιλλέα Καραμανλή, δεν ευρέθη νέο σύστημα καταμέτρησης ανάλογο εκείνου των λευκών ψηφοδελτίων) και η οποία κάθε άλλο παρά αποκλείεται να δώσει στο Έθνος κι άλλους πατέρες, αλλά στο τέλος του Καραμανλισμού ως διακριτής, εφαρμοσμένης παραλλαγής της ιδεολογίας του φιλελευθερισμού και του τρόπου του κυβερνάν. Όποιος εκ των δύο υποψηφίων διαδόχων του κ. Κώστα Καραμανλή στην ηγεσία της ΝΔ κατορθώσει τελικά να εκλεγεί, μεγάλος ηττημένος θα είναι σαφώς ο Καραμανλισμός. Ακόμη κι αν ο διάλογος διανθίζεται από πολιτκούς και σχολιαστές με λόγια περί ''καραμανλικής'' πτέρυγας ως μήλου της έριδος, την πολιτική ανυπαρξία της πτέρυγας καθιστά φανερή πέραν όλων των άλλων η απουσία του διαδόχου, του προσώπου που τη συσπειρώνει. Κανένας υπουργός της ''νέας διακυβέρνησης'' δεν κατόρθωσε με όπλο τη θητεία του να αναδειχθεί σε θέση δελφίνου, κανένας από τους επίδοξους προέδρους δεν μπορεί να επικαλεστεί το χρίσμα, που είναι σπασμένο στα δύο. Για οποιανδήποτε άλλην ''ιδεολογική απόχρωση'', η απουσία κεχρισμένου πιθανότατα δε θα είχε καμία πολιτική σημασία -όχι για τον καραμανλισμό. Κύριο συστατικό του οποίου ήταν ανέκαθεν η προσωπολατρεία του αρχηγού: του Σερραίου ρήτορα που προδικτατορικά επελέγη από τον Παύλο ως αδιαφιλονίκητος ηγέτης της Δεξιάς την οποία αναβάπτισε από το μετεμφυλιακό σχήμα (και σύμπλεγμα) του Συναγερμού σε ΕΡΕ, του ''Εθνάρχη'' μεταπολιτευτικά που στο λεκτικό παιχνίδι που παρουσιάζεται ως ιδεολογική διακήρυξη της Νέας Δημοκρατίας μίλησε περί ''ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού'' σε αντιδιαστολή με τις ''ετικέτες περί Δεξιάς και Αριστεράς'' που θεωρούσε ξεπερασμένες. Του ανηψιού Κώστα από τα τέλη της δεκαετίας του '90, ο οποίος έφερε το μεγάλο ονοματεπώνυμο και μαζί μ'αυτό το συμπαθές-αλλά-και-στοιβαρό προφίλ. Του κληρονόμου που περνοδιάβαινε στα μπαράκια του Κολωνακίου από τη μια, του πρωθυπουργού που κατακεραύνωνε τους ''νταβατζήδες'' στον Μπαϊρακτάρη από την άλλη. Ποιες ψηφίδες των προσωπικοτήτων των δύο Καραμανλήδων ευσταθούν και ποιες όχι, αυτό ανήκει στη σφαίρα της παραφιλολογίας και το στενά κουτσομπολίστικο ενδιαφέρον κάποιου μπορεί να ικανοποιηθεί από περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστες πηγές. Το επικοινωνιακό αποτέλεσμα, πάντως, ήταν και στις δύο περιπτώσεις άριστο, χτίζοντας μύθους ανδρών φαινομενικά αδιάφορους με στενά πολιτικά κριτήρια, ουσιαστικά όμως μείζονος σημασίας για την προσέγγιση και συσπείρωση του εκλογικού σώματος. Δε θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι πολύς κόσμος ψήφιζε Καραμανλή όχι για εκείνο που σκόπευε να κάνει ή για εκείνο που υποσχόταν, αλλά για εκείνο που ήταν (ή μάλλον που φαινόταν). Ίσως λοιπόν να ήταν κι αναπόφευκτο, στο one man show που ήταν κάθε διακυβέρνηση Καραμανλή επικοινωνιακά, κανένα άλλο στέλεχος να μην μπορέσει να αναδείξει τόσο αποτελεσματικά ''ηγετικό προφίλ''. Μεταξύ Αβέρωφ και Ράλλη ως φαβορί εμφανιζόταν ο πρώτος, ώσπου η στήριξη (κατά ορισμένους η απουσία της) του Καραμανλή να χρίσει διάδοχο τον δεύτερο, το προφίλ του οποίου κατακρημνίστηκε εξίσου εύκολα κι ακόμη πιο ηχηρά με του πρώτου. Στη σημερινή αναμέτρηση, οι δύο δελφίνοι ήρθαν από τα παλιά. Η μεν κυρία Μπακογιάννη έχουσα ως ''προίκα'' (αλλά και φορτίο) την εσωκομματική αντιπολίτευση που άσκησε σε έναν ακόμη ατυχή εκφραστή του Καραμανλισμού, τον κ. Μιλτιάδη Έβερτ και δρώντας όλα αυτά τα χρόνια τόσο στο κέντρο όσο και παράλληλα στο σύστημα Καραμανλή. Όταν εκείνος ηγείτο -σε πολύ νεαρή ηλικία- της αξιωματικής αντιπολίτευσης, εκείνη εκλεγόταν πρώτη γυναίκα δήμαρχος Αθηναίων, κι όταν η Νέα Δημοκρατία μετακόμισε στην κυβέρνηση δεν άργησε να μπει ως πρώτη γυναίκα υπουργός Εξωτερικών, φέρνοντας όμως τη δική της προσωπική αντίληψη για το χειρισμό των ανοιχτών θεμάτων και ανατρέποντας σχεδόν σε όλους τους τομείς την ''πολιτική Μολυβιάτη''. Ο δε κ. Σαμαράς, αντίστοιχα, ξεκίνησε τη διαδρομή του επί προεδρίας Αβέρωφ για να γίνει υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Μητσοτάκη πριν τη ρήξη των δύο. Προίκα και φορτίο του, αντιστοίχως, όχι τόσο οι μήνες στο υπουργείο Πολιτισμού αλλά η ίδια η ρήξη: η εμμονή στην ''ασυμβίβαστη'' εξωτερική πολιτική (ακόμη και μετά την αναγνώριση των γειτόνων ως Μακεδονίας από 110 κράτη εξακολουθεί να βλέπει με επιφύλαξη μια σύνθετη ονομασία), η απουσία δισταγμών στο να ρίξει μια κυβέρνηση της παράταξης που τον ανέδειξε όταν διεφώνησε με τη γραμμή. Αμφότεροι βεβαίως σήμερα προσπαθούν να εμφανιστούν ως καραμανλικότεροι του Καραμανλή, δεν πείθουν όμως κανέναν. Η επικαλούμενη την παραταξιακή της ευσυνειδησία κυρία Ντόρα Μπακογιάννη μπορεί πράγματι να ήταν παρούσα σε όλες τις μάχες, πράγματι να υπερασπίστηκε μέχρι τέλους τη ''νέα διακυβέρνηση''. Δεν πείθει όμως ότι πράγματι πίστεψε αυτήν την πολιτική, ότι όντως δεν υπήρξε απόφαση ή νομοσχέδιο στο οποίο να διαφωνούσε, ότι δεν ασφυκτιούσε ως Νο2 σε ένα υπουργικό συμβούλιο που προδήλως συχνά κινούνταν σε λάθος κατεύθυνση. Ο επικαλούμενος το δάκρυ του Κωνσταντίνου Καραμανλή κ. Σαμαράς, από την άλλη, δεν πείθει έχοντας αποκαλέσει τον τότε ΠτΔ και εισηγητή της αποπομπής του ''κουρασμένη ηγεσία'' και ''παράγοντα αστάθειας'' και τη Νέα Δημοκρατία ξεπερασμένη, έχοντας καλέσει το εκλογικό σώμα στην ''υπέρβαση''. Στη νέα διακυβέρνηση παρέμενε κατά κύριο λόγο σιωπηλός, αλλά δεν πείθει κι εκείνος πως το έκανε λόγω πλήρους αποδοχής της εφαρμοσθείσας πολιτικής, όσο διότι αισθανόταν σα βρεγμένη γάτα του δικομματισμού, με την πόρτα της Κεντροδεξιάς να έχει μόλις μισοανοίξει για τον ίδιο και τις φιλοδοξίες του. Πέραν των προσώπων όμως, κι αυτό είναι το σημαντικότερο, ο καραμανλισμός έπαψε να υπάρχει και ως διακριτό ιδεολογικό στίγμα. Προδικτατορικά είχε ως άξονά του πράγματι το ριζοσπαστισμό, με το τότε κράτος να εθνικοποιεί την Εμπορική, να αλλάζει εκ θεμελίων την όψη της Αθήνας με την αντιπαροχή, να αναδιανέμει πλούτο με σειρά επενδύσεων σε υποδομές στην περιφέρεια. Να δρα ρεβασινστικά έναντι των ''εχθρών κομμουνιστών'' και να απεργάζεται σχέδια χάρις στα οποία ψήφιζαν και τα δέντρα, να ακροβατεί μεταξύ Παλατιού και Πρεσβείας στη χάραξη εξωτερικής πολιτικής, να υπογράφει συμφωνίες με τον Τίτο όπου τα Σκόπια αναφέρονται ως Μακεδονία. Μεταδικτατορικά, ο ριζοσπαστισμός όντως μετεξελίχθηκε ως ένα βαθμό σε ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό. Με δημοψήφισμα καταργείται η βασιλευομένη, ενώ σε μια επίδειξη γκωλισμού η Ελλάδα αποχωρεί από το ΝΑΤΟ διαμαρτυρόμενη για την εισβολή στην Κύπρο (για να επανέλθει, χωρίς καμία πρόοδο στο ζήτημα). Αναγνωρίζεται επισήμως το ΚΚΕ, η Δεξιά -όπως και η Αριστερά- θεωρείται καταστατικώς ''παρωχημένη'' και ''ετικέτα'', πρόταγμα θεωρείται η ένταξη στην ΕΟΚ, την κοινή αγορά, την Δύσιν εις την οποίαν ανήκωμεν. Από την άλλη, ο καραμανλισμός παραμένει μια ιδεολογία των αντιφάσεων: η ανατολική ορθόδοξη εξακολουθεί να θεωρείται επικρατούσα θρησκεία από το νέο Σύνταγμα, η Παιδεία έχει ως σκοπό τη διαμόρφωση της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης, οι ''προβληματικές'' μεγάλες επιχειρήσεις κρατικοποιούνται -για να γίνουν σε λίγα χρόνια ακόμη πιο αφόρητα ζημιογόνες. Στα χρόνια της νέας διακυβέρνησης, ο καραμανλισμός εξακολούθησε να είναι αντιφατικός. Αποκρατικοποιήσεις, αλλά και ήπια προσαρμογή. Προσλήψεις δεκάδων χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων (κι άλλα τόσα stage), αλλά και μειώσεις φορολογικών συντελεστών για τους προνομιούχους. Το ζήτημα είναι πως οι όροι άσκησης της πολιτικής είχαν -έχουν- αλλάξει: ο παρωχημένος ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός θα έφερνε αποτελέσματα ίσως μόνο με ένα κράτος-επενδυτή κι όχι ένα κράτος-αποθήκη προσλήψεων -εκτός του ότι η ΕΕ δε συμπαθεί τα κράτη-επενδυτές.Η ήπια προσαρμογή αποδεικνύεται ανεπαρκής σε μια καταχρεωμένη και αντιπαραγωγική οικονομία. Οι μειώσεις συντελεστών στους έχοντες δεν αυξάνουν αυτομάτως τις επενδύσεις (τα περισσευούμενα μπορούν κάλλιστα να επενδυθούν στη Βουλγαρία ή σε κάποια τράπεζα στην Ελβετία) όταν συνολικά το επενδυτικό περιβάλλον είναι επιεικώς αποθαρρυντικό. Μετά την εκλογική αποδοκιμασία λοιπόν, ερχόμαστε στην πολιτική αντανάκλαση του ξεπεράσματός της από τους δύο διεκδικητές της ηγεσίας. Επιστροφή στις προκαραμανλικές ρίζες της Δεξιάς από τον κ. Σαμαρά (πατρίς-θρησκεία-οικογένεια και ιδεολογική καθαρότητα δηλαδή) ή ένας μετακαραμανλικός άξονας από την κυρία Μπακογιάννη (εξωτερική πολιτική στο πλαίσιο διεθνών οργανισμών, εκσυγχρονισμός υποδομών-κράτους, ευρωπαϊκή δημοσιονομική πολιτική). Το εκλογικό σώμα καλείται να διαλέξει δρόμο, που αναμφίβολα θα είναι μακρύς. Εκείνο που πολλοί δε λαμβάνουν υπ'όψιν είναι πως δεν κρίνεται μόνο το μέλλον της Κεντροδεξιάς, αλλά εν πολλοίς και της χώρας...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου