Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2009

Ανακατασκευάζοντας το ''Πουθενά''

Το ''Πουθενά'' είναι ένα αφήγημα γυμνό, μια παράσταση χωρίς κινησιολογικές επιδείξεις ή εντυπωσιασμούς, μια παράσταση που μοιάζει σχεδόν αχορογράφητη και αχαρτογράφητη. Όπως και κάθε πουθενά. Στη σκηνή του ανακαινισμένου Εθνικού (στη μέση του αστικού μας πουθενά, στην Ομόνοια) βλέπουμε μια πολυπληθή φυλή μυρμηγκιών, αρχαϊκών ταξιδιωτών μιας πρωτοϊστορίας ή και ημών, των πολιτών της οθόνης και των μεγαλουπόλεων, να παρελαύνει ανάμεσα σε γοργά μεταβαλλόμενα, σχεδόν γκροτέσκα σχήματα και να καταλήγει εκεί απ'όπου ξεκίνησε, πουθενά.
Σύντομη, απλή στη δομή της (κατά μέρος του κοινού και της κριτικής δε, απλοϊκή) και λιτή στον τρόπο παρουσίασής της, η παράσταση πράγματι εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις δυνατότητες του χώρου. Ύψος, βάθος, καταπακτές, ασυνείδητη παρουσία κοινού στη σκηνή, μεταλλικές κλίμακες που ανεβοκατεβαίνουν. Όλα με μέτρο ωστόσο, χωρίς κανέναν αντιαισθητικό φαραωνισμό που θα γελιοποιούσε την προσπάθεια του Εθνικού να προβάλει τις νέες του σκηνικές δυνατότητες, μια απολύτως ορθή επιλογή για τις εκ νέου συστάσεις στο πλήθος μετά το λίφτινγκ. Κι όλα μελετημένα, πολύ πάνω από το αισθητικά μέτριο, από το φωτισμό ως τα κοστούμια που χρωματικά σε παρέπεμπαν στους Μεγάλους Ολλανδούς (Βερμέερ, Βαν Ντάικ) και τον Βαν Γκογκ εξίσου.
Ξεκινάμε με το άνοιγμα της αυλαίας-κατόπτρου, ο υπαινιγμός σαφής: εσείς, εμείς όλοι είμαστε η φυλή του ''Πουθενά''. Που άλλοτε θυμίζει ουτοπία, άλλοτε δυστοπία. Συλλογικότητα και αποχωρισμός, βάδισμα από κοινού ή κατά μόνας. Βάδισμα συντεταγμένο ή -τις πιο πολλές φορές- ασύντακτο. Σκηνικά, φυσικά εμπόδια: μεταλλικοί σωλήνες όμοιοι με κάγκελα φυλακής ή και προστατευτικά. Κάποιοι ξεχωρίζουν, κάποιοι μένουν πίσω. Διαφορετικές κατευθύνσεις και πορείες, είσοδοι και έξοδοι. Πτώσεις στο κενό -ο αναπόφευκτος θάνατος, η χθόνια κατάποση. Το έδαφος ανοίγει, πέφτουμε μέσα του, το έδαφος μάς κλείνει. Κάποιοι ξανανεβαίνουν, ο θάνατος είναι η μοναδική οριστική πτώση αλλά όχι η μόνη.
Σιγά σιγά, οι αγέλες των ανθρώπων-μυρμηγκιών εμπλουτίζουν την πορεία τους. Ένας στέκεται, πολλοί ακολουθούν. Ένας παρατηρεί τη φωτιά, πολλοί κάθονται και την παρατηρούν πλάι και μπροστά του. Αρχικά από μιμητισμό ή περιέργεια για το φως, αλλά την πλησιάζουν. Ένας την αποκτά, αναφερόμαστε στον Προμηθέα κι έχουμε τη σκηνική αποτύπωση της συλλογικής διαδικασίας κατάκτησης και διάδοσης της γνώσης.
Σε άλλους σταθμούς της πορείας της αγέλης βλέπουμε τον πόλεμο και την ίδρυση της πόλης, με τους ανθρώπους να αυτοπεριορίζονται ανάμεσα σε δύο μεταλλικά χωρίσματα, να συγκρούονται και να λιγοστεύουν, να συναλλάσσονται. Ακόμη την τεκτονική, γραμμική κλίμακα της προόδου και της ιεραρχίας που όλοι, ο ένας μετά τον άλλον, προσπαθούν να ανέβουν περισσότερο ή λιγότερο επιτυχώς. Όλοι ανεξαιρέτως πέφτουν. Μετά από έναν σχεδόν γενικό αφανισμό, τρεις άνθρωποι ο ένας μετά τον άλλο περνούν στα πόδια τους κουτιά που γεννούν ήχους. Αλληγορία της τέχνης ή της τάξης άραγε; Ίσως και του τρόπου με τον οποίον η μία χρησιμοποιεί την άλλη, κι αυτοσαρκασμός.
Στο τέλος, ή και στην αρχή της πορείας, ανακατασκευάζεται ο μύθος του ορφικού έρωτα. Μια μοναχική Ευρυδίκη που σε μια ακροβασία βρέθηκε καταγής προσεγγίζεται από έναν Ορφέα που την αναζητά πάνω από τους οριζόντιους στύλους, που μοιάζουν με κυματιστή σπείρα απεικονίζουσα τη μουσική συχνότητα. Ο Ορφέας πλησιάζει και κατεβαίνει, το ατομικό υποκείμενο γίνεται συλλογικό. Οι στύλοι εξαφανίζονται και χιλιάδες σώματα, χιλιάδες χέρια εμφανίζονται. Η αγέλη του κάτω κόσμου ή και του κόσμου τούτου είναι που γδύνει, σ'έναν γάμο δημόσιο και σαρκοβόρο, τον έφηβο και την κόρη. Η σκηνή (που για την ιστορία είναι αφιερωμένη στην Πίνα Μπάους) εξιστορεί την ταυτόχρονη απογείωση και βύθιση της ατομιικότητας μέσα από τον Έρωτα, την κάθοδο στον Άδη ή και τη συνέχιση της ζωής. Την επανέναρξη και το κλείσιμο του κύκλου, το αρσενικό και το θηλυκό, με τη μαρτυρία ή και την πρωταγωνιστική συμμετοχή της κοινότητας. Το φιλί της αγάπης ή το φιλί που δένει δυο ανθρώπους στον Άδη. Ή στη γη. Ή πουθενά.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου