Το 1969, τη χρονιά δηλαδή που ο άνθρωπος πατούσε το πόδι του στο φεγγάρι, στο ποδόσφαιρο το έπαθλο ήταν μία θέση στα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1970. Δύο ομάδες της Κεντρικής Λατινικής Αμερικής, η Ονδούρα και το Ελ Σαλβαδόρ, επρόκειτο να αναμετρηθούν σε αγώνες μπαράζ στις δύο έδρες, με τον νικητή να αντιμετωπίζει την Αϊτή, για μία από τις 16 διαθέσιμες θέσεις για τη διοργάνωση του Μεξικού. Το παιχνίδι εκείνο ονομάστηκε «ο πόλεμος του ποδοσφαίρου». Και φυσικά, πίσω του δεν κρυβόταν μόνο η επιθυμία για πρόκριση σε ένα Μουντιάλ, αλλά οι πολιτικές βλέψεις και η μισαλλοδοξία.
Ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε αυτά τα κράτη κρατούσε για δέκα ή πιθανότατα και περισσότερα χρόνια. Οι δύο χώρες είχαν σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, όπως ο υπερπληθυσμός, η φτώχεια και η εξάρτηση από τις γεωργικές δραστηριότητες. Την άνοιξη του 1969, περίπου 300.000 κάτοικοι του Σαλβαδόρ ζούσαν στην πολύ μεγαλύτερη έκταση του κράτους της Ονδούρας. Η παρουσία τους είχε αρχίσει να γίνεται ανεπιθύμητη και ψηφίστηκαν νόμοι για να τους στερήσουν το δικαίωμα να έχουν φάρμες. Στις 30 Απριλίου τούς δόθηκε διορία ενός μήνα για να φύγουν από τη χώρα. Τον Μάιο οι κακές σχέσεις των δύο χωρών ήταν εμφανείς από τις επιθέσεις... λάσπης ανάμεσά τους. Ο υπουργός Εξωτερικών της Ονδούρας συνέδεσε τη χρήση μιας οδοντόκρεμας που παραγόταν στο Ελ Σαλβαδόρ με την... έξαρση οδοντιατρικών προβλημάτων σε παιδιά της χώρας του. Αντίστοιχα, οι αρχές του Ελ Σαλβαδόρ ισχυρίζονταν πως μία κρέμα μαλλιών που κατασκευαζόταν στην Ονδούρα προκαλούσε. πιτυρίδα. Τον Ιούνιο, όταν είχε έρθει η ώρα των αναμετρήσεων των δύο εθνικών ομάδων, οι τόνοι είχαν ανέβει επικίνδυνα. Σε τέτοιο βαθμό, όμως, που δεν φανταζόταν κανείς τα ακόμη χειρότερα! Ποια ήταν τα χειρότερα;
Ο πρώτος αγώνας έγινε στην Ονδούρα. Οι φιλοξενούμενοι κατέλυσαν στο ξενοδοχείο «Prado», όπου όλο το βράδυ δεν τους άφησαν να κλείσουν μάτι με σφυρίχτρες, βεγγαλικά και φωνές. Την επομένη, στον αγώνα, το Ελ Σαλβαδόρ ηττήθηκε 1-0.
Μία 18χρονη κοπέλα, η Αμέλια Μπολάνιος, αυτοκτόνησε παρακολουθώντας το ματς στην τηλεόραση, μην αντέχοντας την ήττα του Ελ Σαλβαδόρ. Η κηδεία της έγινε δημοσία δαπάνη και έγινε σύμβολο της χώρας, την ώρα που οι φωνές πλήθαιναν για εκδίκηση!
Επτά μέρες αργότερα ήρθε η ώρα του επαναληπτικού. Με νίκη των γηπεδούχων θα γινόταν και τρίτος αγώνας, μια και δεν ίσχυε ο κανόνας των εκτός έδρας γκολ, αλλά οι βαθμοί της νίκης. Οι παίκτες της Ονδούρας έτυχαν ίδιας αντιμετώπισης το βράδυ της παραμονής του αγώνα. Πολλοί από τους εκδρομείς φιλάθλους της προτίμησαν, βλέποντας το εχθρικό κλίμα, να παρακολουθήσουν τον αγώνα από την ασφάλεια της τηλεόρασης και να μην πάνε στο γήπεδο. Και μάλλον δικαιώθηκαν για την επιλογή τους, βλέποντας να πέφτουν πέτρες και ξύλα από τους οπαδούς του Ελ Σαλβαδόρ, την ώρα που η αστυνομία χρησιμοποίησε αντλίες νερού για να κατευνάσει τα πάθη! Ο αγώνας ήταν μονόλογος και οι γηπεδούχοι καταιγιστικοί, επικρατώντας 3-0. Ετσι, όλα θα κρίνονταν στον αγώνα μπαράζ.
Στα επεισόδια που έγιναν στο Ελ Σαλβαδόρ τραυματίστηκαν μόνο δύο οπαδοί της Ονδούρας, ωστόσο αυτό ήταν αρκετό για τις εφημερίδες, οι οποίες απάντησαν με οργισμένα άρθρα. Την επομένη του αγώνα παραστρατιωτικές ομάδες της χώρας προχώρησαν σε έξωση αγροτών από το Ελ Σαλβαδόρ, οι οποίοι ζούσαν και εργάζονταν για πολλά χρόνια στα εδάφη της Ονδούρας. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι συνέρρευσαν πίσω στην πατρίδα τους -αυξάνοντας με αυτόν τον τρόπο τα γενικότερα προβλήματα σε μία χώρα η οποία ταλανιζόταν ήδη από τον υπερπληθυσμό!
Στις 26 Ιουνίου οι δύο χώρες διέκοψαν τις διπλωματικές τους σχέσεις. Τρεις μέρες μετά είχε φτάσει η ώρα του αγώνα μπαράζ για την πρόκριση στα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Ευτυχώς υπήρχε, έτσι κι αλλιώς, η ψύχραιμη επιλογή του ουδέτερου εδάφους για τη διεξαγωγή του αγώνα, ο οποίος έγινε στο στάδιο «Αζτέκα» του Μεξικού, παρουσία 1.700 Μεξικανών αστυνομικών.
Τηρουμένων των αναλογιών όσων είχαν προηγηθεί, ο αγώνας ήταν... ήσυχος. Μπορεί οι οπαδοί του Ελ Σαλβαδόρ να φώναζαν «Asesinos, asesinos» («Δολοφόνοι, δολοφόνοι»), ο φόβος όμως για συμπλοκές ανάμεσα στους 15.000 οπαδούς αποδείχτηκε αβάσιμος, ακόμη και όταν ο αγώνας οδηγήθηκε στην παράταση. Το Ελ Σαλβαδόρ πήρε τελικά τη νίκη με 3-2, σε ένα εξαιρετικό ματς που ποτέ δεν πήρε τα εύσημα που του αναλογούσαν, μια και επισκιάστηκε από τα γεγονότα.
Στις αρχές Ιουλίου στρατεύματα από την Ονδούρα πέρασαν τα σύνορα του Ελ Σαλβαδόρ. Η πρώτη καυχιόταν πως είχε την καλύτερη αεροπορία στην περιοχή, αλλά στις 14 Ιουλίου ήταν το Ελ Σαλβαδόρ αυτό που προχώρησε σε επίθεση από αέρος στο αεροδρόμιο της πρωτεύουσας Τεγκουτσιγκάλπα. Αυτό έδωσε το έναυσμα για την έναρξη του αποκαλούμενου «πολέμου για την μπάλα». Διήρκεσε τέσσερις μέρες, προτού η απειλή οικονομικού αποκλεισμού από τις ΗΠΑ αναγκάσει το Ελ Σαλβαδόρ να υποχωρήσει, έχοντας επιτύχει όμως μία σημαντική νίκη γοήτρου.
Οι μελετητές του πολέμου θεώρησαν πως αυτός άρχισε λόγω των προβληματικών σχέσεων μεταξύ των αγροτών και των γαιοκτημόνων, των στρατιωτών και των πολιτών, και όχι λόγω μιας τόσο «ασήμαντης» αιτίας, όπως το ποδόσφαιρο.
* Το κείμενο αυτό αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο του Χρήστου Σωτηρακόπουλου «Παιχνίδι χωρίς όρια» (εκδόσεις «Τόπος»).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου