Όπως θα έλεγε και ο Μαρξ, η παιδεία -ιδίως η ανθρωπιστική- είναι πολύ σπουδαία υπόθεση για να την αφήσουμε στο κράτος. Η σύγχρονη νεοελληνική πολιτεία υπερπροβάλλει την Ακρόπολη, έχει αναγάγει σε μείζον εθνικό ζήτημα την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα (όχι αδίκως) και επικαλείται το μνημείο για να θεμελιώσει επί της ουσίας την ιδέα της εθνικής συνέχειας του ελληνισμού ανά τους αιώνες. Θεμιτό, και επιβεβλημένο θα έλεγα, χωρίς όμως αυτό να νομιμοποιεί απολύτως τον πολιτικώς ορθό, ρομαντικό τρόπο με τον οποίον μας έχει μάθει να βλέπουμε την Ακρόπολη, αποστερώντας της επί της ουσίας πτυχές της αξίας της.Η θέαση της Ακρόπολης και του ελληνισμού αναπτύχθηκε με βάση κατ'εξοχήν νεωτερικές αντιλήψεις. Ήδη διεθνώς ο κλασικισμός ως αισθητικό και καλλιτεχνικό ρεύμα είχε κυριαρχήσει ανά την Ευρώπη (αλλά και τις ΗΠΑ), με την υψηλή, κατ'εξοχήν ανθρωποκεντρική αισθητική του να παραγκωνίζει το μπαρόκ και το ροκοκό που είχαν συνδεθεί με τους θεσμούς των παλαιών καθεστώτων της μοναρχίας και τις τάξεις της αριστοκρατίας, οι οποίοι -στις χώρες που διατηρήθηκαν- αναγκάστηκαν εκ των πραγμάτων να προσαρμοστούν αισθητικά στα νέα ρεύματα ακριβώς για να διατηρήσουν το κύρος και την αίγλη τους. Ο Διαφωτισμός άλλαξε την Ευρώπη ριζικά, ενώ και η εκτυλιχθείσα Αναγέννηση είχε ήδη συμβάλει στην ''επιστροφή στην αρχαιότητα'', που σήμαινε σε συμβολικό επίπεδο την επιστροφή στον ανθρωπισμό και τον ορθό λόγο. Ο γοτθικός ρυθμός, άρρηκτα συνυφασμένος με τη φεουδαρχία και την επικράτηση της Εκκλησίας, ήταν αναπότρεπτο να ξεπεραστεί ωσότου επανεφευρεθεί από το ρομαντισμό, που αναζητούσε ακριβώς (μετά την απόλυτη σχεδόν επικράτηση του Κοινοβουλίου στη Μ.Βρετανία και κατά την εκβιομηχάνισή της) την επιστροφή στην ύπαιθρο και τις δοξασίες της. Παρομοίως, το μπαρόκ θεωρείτο ο ''αγγελιοφόρος'' της καθολικής Αντιμεταρρύθμισης και το ροκοκό μια τρυφηλή, εκχυδαϊσμένη και μεγαλοαστική τρόπον τινά εκδοχή του. Οπότε μοιραία νέες πολιτικές δυνάμεις και ομάδες αναζήτησαν στο παρελθόν την αρχιτεκτονική γλώσσα που θα επέβαλλε τη δημοκρατία για να βρουν το πιο πρόσφορο έρεισμα στην Αθήνα και την Ακρόπολη. Ακόμη και στη Γαλλία, όπου η επικράτηση του μπαρόκ και έπειτα του ροκοκό ήταν σχεδόν απόλυτη, χρειαζόταν μια εκλέπτυνση του ''μεγάλου γούστου'' που εξέφραζε την παντοδυναμία του εν Βερσαλλίαις βασιλέως-Ήλιου.Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την ανάγκη του νεοσύστατου ελληνικού κράτους να διακηρύξει τη σύνδεσή του με την κλασική αρχαιότητα, οδήγησαν στην επικράτηση μιας στείρας, εξιδανικευτικής εν πολλοίς προσέγγισης και ανάγνωσης του Ιερού Βράχου και των μνημείων τους, σχεδόν κατ'αποκλειστικότητα ως υποβλητικών κατάλοιπων της ιδανικής και ανεπανάληπτης αθηναϊκής δημοκρατίας. Παρά τις εξαιρέσεις, λόγου χάριν το Σεφέρη, η Ακρόπολη αντιμετωπίζεται από τους περισσότερους ακόμη μόνον ως δείγμα του ''αρχαίου πνεύματος του αθάνατου'' που θεμελιώνει μιαν εθνική ανωτερότητα η οποία συνοψίζεται στη φράση ''την ώρα που εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, οι άλλοι κρεμόντουσαν από τα δέντρα'' η οποία ακούγεται σε διάφορες παραλλαγές, ιδίως από ανθρώπους που δεν έχουν μπει -φευ- στον κόπο να ανεβούν ποτέ στον Ιερό Βράχο.Η Ακρόπολη, διαχρονικά και όχι μόνον στην κλασική της όψη, δεν ήταν μόνο το σύμβολο της δημοκρατίας. Πάνω απ'όλα ήταν το σύμβολο της κρατικής κυριαρχίας, ενότητας και συνέχειας της αθηναϊκής πόλεως. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως αρχικά ήταν κατοικία των βασιλέων της Αθήνας, όπως ακριβώς η Αθηνά είχε και την ιδιότητα της προστάτιδας των βασιλικών γενών και των ακροπόλεών τους απανταχού της Ελλάδας.Εξάλλου η Αθηνά ήταν μια μορφή με πτυχές πολύ πιο παγανιστικές από τις πιο ''δημοφιλείς'' και γνωστές της. Καίτοι παρθένα, η Αθηνά ήταν πάνω απ'όλα η μάνα γη για τους Αθηναίους (που είχαν την πεποίθηση πως ήταν οι μόνοι αυτόχθονες Έλληνες). Ο λόγος που διατηρεί την παρθενία της είναι κυρίως για να διατηρεί, συμβολικά, το κύρος και την απόλυτα ανδρόγυνη (άλλη μια αθέατη πτυχή της θεάς στην οποία θα αναφερθούμε παρακάτω) σοφία της. Κατά το μύθο, ο Ήφαιστος ερωτεύτηκε την Αθηνά αλλά απέτυχε να την κατακτήσει και από το σπέρμα του που έπεσε στην Αττική γεννήθηκε ο Εριχθόνιος ή Ερεχθέας, τον οποίον η Αθηνά μεγάλωσε. Σε ανάμνηση του μυθικού γεγονότος τελούνταν κάθε χρόνο τα Αρρηφόρια ή Ερρηφόρια, οπότε δύο κορίτσια ηλικίας 7-10 από οικογένειες ευγενών αφιερώνονταν στη θεά για ένα χρόνο. Ο ηλικιακός συνειρμός προφανής, τα κορίτσια δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να έχουν έμμηνο ρήση (ψυχαναλυτικές ερμηνείες άλλωστε του μύθου της γέννησης της Αθηνάς μιλούν για αποτύπωση του φόβου της μήτρας στον τρόπο γέννησής της, αλλά και της προφανούς υπέρβασης του υποσυνείδητου πατρικού οιδιπόδειου ανταγωνισμού με το να κληροδοτήσει τη σοφία του σε κόρη και όχι σε γιο).Άλλη βουκολική και αριστοκρατική -διαιωνίζουσα δηλαδή την κατεστημένη, θεμελιωμένη στην αγροτική και κληρονομική διάρθρωση της κοινωνίας- πτυχή της λατρείας της θεάς ήταν εξάλλου τα Ωσχοφόρια, κατά τα οποία έφηβοι από αριστοκρατικές οικογένειες έτρεχαν φορώντας γυναικεία ενδύματα στο ναό της Αθηνάς από εκείνον του Διονύσου, που κι εκείνος δε γεννήθηκε από τοκετό αλλά από το γόνατο του Δία.Τα πολύ πιο γνωστά μας Παναθήναια ήταν κατ'εξοχήν γιορτή πολιτική, αλλά και πολεμική -συμβόλιζαν το συνοικισμό και την υπεροχή της Αθήνας. Εξ ου και στο τέλος της γιορτής, η πομπή απέθετε στον Παρθενώνα το πέπλο της θεάς όπου απεικονίζονταν τα επιτεύγματά της κατά τη γιγαντομαχία. Η ''ειρηοφόρος Αθηνά'' είχε περισσότερο την έννοια της νικηφόρου προστάτιδας, που εφηύρε τη σάλπιγγα και τον αυλό. Εξ ου και παριστάνεται σχεδόν πάντοτε ένοπλη.Ο ρόλος που μυθολογικά της αποδίδεται άλλωστε είναι σχεδόν αποκλειστικά της θεάς εκείνης που επιβάλλει την κατεστημένη, πατρική τάξη: τόσο στη γιγαντομαχία που προαναφέρθηκε, στην Ιλιάδα όπου συντελεί στη νίκη των Ελλήνων,στους μύθους της Αράχνης και της Γοργούς.Η τελευταία θεωρείται από πολλούς μελετητές ως η αρχέγονη, χθόνια μορφή της θεάς. Πλάσμα συνδεδεμένο με τα πέρατα της θάλασσας (κι η Αθηνά όμως ήταν κατά μία εκδοχή κόρη του Τρίτωνα και εφευρέτιδα της τριήρους, ενώ στενά συνδέεται και με το άλογο που στην αρχαιότητα είναι το κατ'εξοχήν σύμβολο του Ποσειδώνα και της θάλασσας), η Γοργώ συμβολικά αποκωδικοποιείται ως η σκοτεινή, φαλλική μητέρα που έπρεπε να ξεπεραστεί με την επέλευση της πατριαρχείας. Η Αθηνά λοιπόν τείνει να ερμηνεύεται ως η μετριασμένη εκδοχή της, που συγκεντρώνει τις αρετές της αλλά διατηρεί το μέτρο και έτσι αποφεύγεται η ύβρις. Όπως και στο μύθο της Αράχνης, όπου η κόρη του θεού-πατέρα νικά συμβολικά με τα κεντήματα που απεικονίζουν τα κατορθώματα των θεών την κοινή θνητή, που τους παριστάνει σε όργια (που είναι βέβαιον πως λάμβαναν χώρα κατά την πιο χθόνια, αρχέγονη λατρεία τους). Εντούτοις εξακολουθεί η Αθηνά να διαθέτει ελαφρώς ανδρόγυνη υπόσταση, όπως καταδεικνύει το φίδι ως σύμβολο και ιερό ζώο της, η πολεμική της ιδιότητα, ο τρόπος γέννησής της αλλά και πολλές εκφάνσεις της λατρείας της. Στην πόλη της Αθήνας η θεά καθόρισε όλους τους θεσμούς, ακόμη και την -πολύ διαφορετική από τη σημερινή- φυλετική ταυτότητα: στην περίφημη διαμάχη για το όνομα της πόλης, την Αθηνά επέλεξαν και ψήφισαν οι -αριθμητικά περισσότερες-γυναίκες, κάνοντας το Θησέα να τους στερήσει δια παντός το δικαίωμα της ψήφου. Φαίνεται εδώ η σύνδεση ακριβώς της γυναίκας με τη γη (και την ελιά), που αναγνωρίζεται ως μέγιστο αγαθό για την πόλη αλλά εντούτοις δεν αρκεί για να διατηρηθεί η αρχέγονη μητριαρχία.Ως θεά των τεχνών όμως, η Αθηνά προστάτευε και τους αστούς εμποροβιοτέχνες, καθώς και τη γυναικεία δραστηριότητα του αργαλιού. Βλέπουμε λοιπόν πως η πολιούχος της Αθήνας λατρευόταν πάντοτε από τις κυρίαρχες τάξεις και κοινωνικές ομάδες της πόλης. Η κατεστημένη λατρεία του Δωδεκαθέου δύσκολα λοιπόν μπορεί να θεωρηθεί φορέας προόδου (εκδημοκρατισμού) και όχι συντήρησης -στο όνομά της εξάλλου καταδικάστηκε και ο Σωκράτης.Πτυχές τις οποίες συχνά παραβλέπουμε σε μια κοντόφθαλμη οπτική, κυρίως με το σκεπτικό να τονίσουμε τη σπουδαιότητα της αθηναϊκής δημοκρατίας. Την οποίαν εντούτοις θα τονίζαμε πολύ περισσότερο εάν δίναμε έμφαση στις πτυχές αυτές, τις οποίες η αθηναϊκή δημοκρατία κατόρθωσε ακριβώς να υπερβεί, ακόμη και να χρησιμοποίησει. Η θεϊκή-βασιλική-πατρική τάξη εξελίχθηκε στη βούληση -χάρις υποτίθεται στις συμβουλές της θεάς- στην τάξη που επέβαλε η δημοκρατική πλειοψηφία. Που ναι, δεν περιελάμβανε τις γυναίκες και τους δούλους. Δεν ήταν από πολλές απόψεις η ιδεατή δημοκρατία (φυσικά με κριτήρια εντελώς αναχρονιστικά και πάλι), δημιούργησε όμως μια τέχνη που κατόρθωσε ακριβώς να εξανθρωπίσει και να μετριάσει τα στοιχεία πρωτογονισμού της τότε επικρατούσας θρησκείας, μια πραγματικά δημοκρατική αισθητική και τέχνη, που παραμένει κλασική.Σήμερα, που οι εικαστικές τέχνες και η αρχιτεκτονική -η κατ'εξοχήν δημόσια τέχνη- έχουν βρει μια νέα, πρωτότυπη (φυσικά ποτέ αυτοφυή) γλώσσα η κλασική τέχνη παραμένει επίκαιρη. Μπορεί δε να ιδωθεί ακριβώς σε όλες τις εκφάνσεις της, εφ'όσον δε χρησιμοποιέιται πλέον ως μέσον θεμελίωσης του κύρους οποιουδήποτε πολιτεύματος, όσο καλό κι αν αυτό θεωρείται και είναι (βλ. δημοκρατία). Γιατί είναι τώρα, πιο ορατή από ποτέ, η λειτουργία της ως ύμνου της ανθρώπινης ζωής και του αττικού πολιτεύματος ακόμη και με τις αδυναμίες ή τις σκοτεινές του πλευρές. Η σπουδαιότητά της άλλωστε δεν είναι πρωτίστως πολιτική, αλλά αισθητική -και κατόπιν ηθική και πολιτική. Τα μηνύματα εξάλλου της κυριαρχίας και συνέχειας του κράτους είναι (τον καιρό που ορισμένοι ζητούν το να φύγει η Βουλή από τα τέως ανάκτορα του Όθωνα και να μετακομίσει στα... Σπάτα) εξίσου διαχρονικά με εκείνα της δημοκρατίας. Πάνω απ'όλα όμως, αυτό που οφείλει να μας ενδιαφέρει δεν είναι το μήνυμα, αλλά το ίδιο το έργο τέχνης. Πάνω απ'όλα, η ομορφιά είναι το μήνυμα
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου