Σάββατο 13 Ιουνίου 2009

Η απαξία του χρήματος ως μέσο ψυχικού καταναγκασμού

Ιδίως εξ αφορμής της οικονομικής κρίσης, αλλλά και της υπερανάπτυξης που προηγήθηκε αυτής σε διεθνές επίπεδο, οι κήρυκες της πολιτικής ορθότητας αλλά και πλήθος έντιμων αναλυτών καταδίκασαν σε όλους τους τόνους τον άνθρωπο-καταναλωτή, την αξιακή κρίση και κενότητα που διεγίγνωσκαν, την ασύμμετρη ανάπτυξη του τεχνοκρατικού/υλικού πολιτισμού έναντι του πνευματικού κλπ. Πολλά απ'αυτά τα διαδαχθήκαμε και ως passepartout για το μάθημα της έκθεσης (αν και στην υψηλότερη θέση του top 10 των κλισέ ήταν ''το κράτος που πρέπει να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη μέσω της Παιδείας''). Γενικώς, ε'ιμαστε μια κοινωνία που (αγαπά να) μισεί το χρήμα. Από τη μια μεριά έχουμε το ηδονοθηρικό λάιφ στάιλ σε τηλεοράσεις και έντυπα, από την άλλη μια ''αλλεργία'' και απέχθεια στη διαφθορά, την επίδειξη, την υπερβολή που συχνά βλέπουμε γύρω μας.
Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή, παρατηρεί κανείς πως η απαξία του χρήματος έχει βαθιές ρίζες, μία εκ των οποίων βρίσκεται στο χριστιανικό φιλοσοφικό-αξιακό σύστημα και πρότυπο. Ο Ιησούς που διώχνει τους εμπόρους από το ναό, ο Ιησούς που προδίδεται για τριάκοντα αργύρια, ο Ιησούς που διδάσκει το ''ο έχων δύο χιτώνας''. Το χρήμα απαξιώνεται, αποκηρύσσεται μετά βδελυγμίας με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που απαξιώνεται η σεξουαλικότητα -και για τον ίδιο ακριβώς λόγο: για να καλλιεργηθεί η ανάγκη ενός Θεού-πατέρα (και του ανθρώπινου απεικάσματός του, του Ρωμαίου αυτοκράτορα...). Η ''εγκράτεια'' στην οποία μας καλούν, η αποχή από κάθε απόλαυση κατά τρόπο απολύτως ορφικό για να γίνουμε ''καλοί χριστιανοί'' και εντέλει άγιοι αποδυναμώνει το άτομο και ενισχύει την (πάνω απ'όλα ηθική) κοινότητα , την οικουμένη. Κι έτσι, στερημένοι από κάθε απόλαυση, οφείλουμε ντετερμινιστικά να δεχθούμε οτιδήποτε ελέω Θεού αποφασίζεται. Στην ερώτηση ''γιατί το χρήμα;'' η απάντηση είναι προφανής: γιατί παρέχει ελευθερία επιλογής. Μπορείς να υπακούσεις, αλλά μπορείς και όχι, μπορείς πάνω απ'όλα να επηρεάσεις την εξουσία όντας ο ίδιος φορέας της. Η θρησκεία εν γένει στηρίζεται, όπως και ο έρωτας, στο βρεφικό φόβο θανάτου. Φυσικά και μπορεί κάποιος να είναι και ερωτευμένος και θρήσκος (υπήρξα κατά το παρελθόν) αλλά συνήθως όντας ερωτευμένος πολύ πιο αραιά αναζητά κανείς παρηγοριά στα θεία. Εξ ου και η ακατανίκητη έλξη των μονοθεϊστικών, πατριαρχικών θρησκειών: σου υπόσχονται πως μπορείς να νικήσεις το φόβο του θανάτου και την ανάγκη για έρωτα, να έρθεις σε επαφή με το Θεό και να ζήσεις αιωνίως υπό το βλέμμα και τις ευλογίες της αγαθής αυτής οντότητας-πατέρα σε μια μακάρια αρμονία με τους γύρω σου. Η απόλυτη ικανοποίηση δηλαδή του κάθε βρέφους: να παρακολουθείται συνεχώς από τους γονείς του, άρα να μη φοβάται το θάνατο και, απέχοντας από καθετί ''εγκόσμιο'' και ''βρώμικο'' όπως ο σαρκικός έρωτας ή το χρήμα μυστικιστικά να θεωθεί και να ταυτιστεί με τον Πατέρα. Μια άλλη διέξοδος στο οιδιπόδειο δηλαδή, όπου δε χρειάζεται να πάρεις τη θέση του πατέρα σου, αλλά περιμένοντας -ακριβώς σαν ανυπεράσπιστο βρέφος- και υπακούοντας, θα καταφέρεις να γίνεις Αυτός.
Κατά το Μεσαίωνα, το μοντέλο αυτό λειτούργησε σχεδόν κατά γράμμα και οι μάζες παρέμεναν υπάκουες ελπίζοντας στο ''οι έσχατοι έσονται πρώτοι'' της Δευτέρας Παρουσίας. Εξάλλου τότε δεν είχαμε κοινωνίες του χρήματος, αλλά κοινωνίες των γενεών. Το Έθνος-Κράτος, όμως, κατέστη το νέο πλαίσιο που αντικατέστησε την αιματοβαμμένη Οικουμένη-Χριστιανοσύνη, με το ρόλο του Θεού-πατέρα να περνά στο μονάρχη, που πολύ συχνά θέλησε να γίνει de facto κεφαλή της Εκκλησίας του επιχειρώντας και συχνά πετυχαίνοντας τη Μεταρρύθμιση. Σε εκείνους τους χρόνους, οι κοινωνίες περνούσαν σταδιακά από τη δομή των γενεών σε εκείνη του χρήματος. Κύριος ανταγωνιστής του Πάπα ήταν οι απανταχού αστικές τάξεις. Στη Μεγάλη Βρετανία, ο κοινοβουλευτικός θεσμός (και ένας πολυγαμικός βασιλιάς) έδωσε τη δυνατότητα στο Στέμμα να αποδεσμευτεί από τον Παπισμό -και την καταδίκη του χρήματος, το οποίο ήδη με το Κοινοβούλιο είχε αναγνωριστεί και ηθικά ως θεμιτό θεμέλιο εξουσίας. Στις Κάτω Χώρες, οι αστοί έμποροι επαναστάτησαν κατά του Ισπανού βασιλιά επιβάλλοντας επισήμως τη Μεταρρύθμιση κι εκεί. Τη Μεταρρύθμιση που ακριβώς έδωσε νέα ερμηνεία στις χριστιανικές διακηρύξεις περί σεξουαλικότητας και χρήματος: πάνω απ'όλα το πεπρωμένο, αν λοιπόν είσαι έμπορος οφείλεις να συσσωρεύεις χρήματα, να τα επανεπενδύεις στην κοινότητα γιατί έτσι κινείται ο κόσμος (και θα πας στον παράδεισο). Κατά τον ίδιο τρόπο, παντρέψου και κάνε παιδιά ζώντας χρηστά. Κάπως έτσι γεννήθηκαν ο καπιταλισμός και ο πουριτανισμός.
Σταδιακά -και αναπόφευκτα- ο πρώτος άρχισε να απαλλάσσεται από τον δεύτερο, γιατί μια κοινωνία που πλουτίζει δεν έχει τόση ανάγκη την ηθικολογία για να διατηρεί τη συνεκτικότητά της. Κατά τον ίδιο τρόπο που μια κοινωνία η οποία παρακμάζει (όπως η ρωμαϊκή), μόνον εκεί βρίσκει διέξοδο: για ''ηθικούς'' λόγους εξέλεξαν οι Γερμανοί τον Χίτλερ (στο φαντασιακό μιας κοινωνίας εξάλλου η έννοια του ηγέτη είναι συγγενής με εκείνην του πατέρα -κάτι που οδηγεί σε απογοητευτικούς συνειρμούς για την ερώτηση των δημοσκόπων ''ποιος είναι καταλληλότερος πατέρας'', αποτυπώνοντας την πολιτική μας ανωριμότητα ή/και διαστροφή). Γι'αυτό άλλωστε και οι ευημερούσες κοινωνίες τείνουν να επιλέξουν διαχειριστές και όχι αγίους (απτό παράδειγμα η αποτύπωση της παρακμής και βύθισης σε αναχρονιστικές αξίες μεγάλου μέρους της αμερικανικής κοινωνίας η εκλογή του ''χριστοκεντρικού'' Μπους). Στα καθ'ημάς, η δικατατορία ''γέννησε'' τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και η πετρελαϊκή κρίση του 1979 τον Ανδρέα Παπανδρέου ως ηγέτες.
Στις βιομηχανικές κονωνίες του 19ου αιώνα, η επίσημη ηθική ήταν πουριτανική. Είχε όμως πάψει να εκφράζει την εποχή της, οπότε προοδευτικά αντικαταστάθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό είτε από το φιλελευθερισμό, που ακριβώς δεν αποδέχεται καμία ηθική αυταξία και ανέχεται την απόκλιση από τη νόρμα, είτε από το μαρξισμό.
Ο τελευταίος σε πολύ μεγάλο βαθμό στηρίζεται στον ψυχικό καταναγκασμό της απόρριψης, ξεκινώντας από το περίφημο ''η θρησκεία είναι το όπιο του λαού''. Ευφυέστατο, διότι απογυμνώνοντας έναν θρήσκο από την πίστη του είναι σα να του παίρνεις μακριά τον πατέρα -σε έχει λοιπόν απόλυτη ανάγκη ως υποκατάστατο. Αντίστοιχα, απαξιώνει το χρήμα αναγνωρίζοντας σ'αυτό ένα μέσο καταπίεσης της μάζας. Επί της ουσίας, διαστρέφει την πραγματικότητα (κατά την προσωπική μου εκτίμηση) διότι μέσα σ'αυτή τη ''μάζα'' υπάρχουν διαφορετικές προσωπικότητες ανθρώπων που χάρη στο χρήμα εκφράζονται. Ορισμένοι θέλουν να έρθει η επανάσταση κι ορισμένοι άλλοι όχι, αν όμως έρθει και καταργήσει το χρήμα τότε είναι που οι ανθρώπινες προσωπικότητες θα καταπιεστούν πολύ περισσότερο. Το κράτος θα αποφασίζει πόσο γάλα χρειάζεται το μωρό σου και πόσα ξυραφάκια σου είναι αρκετά ανά βδομάδα, ο άγρυπνος πατέρας που ξέρει καλύτερα εάν πρέπει να φας ντομάτες ή λαχανάκια Βρυξελλών.
Στην ''επίσημη'' εκδοχή του, ο κομμουνισμός κάνει λόγο για τον αποκαλούμενο ''σοσιαλιστικό άνθρωπο'' ένα ον που θα ''δομηθεί'' από την επανάσταση και θα αποβλέπει μόνο σ'αυτήν. Θα εργάζεται για να προσφέρει και η ανταμοιβή του θα είναι σύμφωνα με τις -καθορισμένες από την επανάσταση- ανάγκες του. Που μας δείχνει ακριβώς το λόγο αποτυχίας του κομουνισμού: οι άνθρωποι δυστυχώς δεν είναι ρομπότ. Κατά τον ίδιο τρόπο που δεν είναι όλοι οι χριστιανοί άγιοι.
Το να λέει κάποιος πως το χρήμα δεν είναι πάνω απ'όλα είναι απολύτως υγιές. Το να λέει πως δε σημαίνει τίποτα ή, πολλώ μάλλον, πως είναι φύσει κακό μπορεί να κρύβει άλλα κίνητρα. Το χρήμα παρέχει σχετική αίσθηση ασφάλειας και ελευθερία επιλογής. Απαξιώνοντάς το, το έχεις απλώς περισσότερη ανάγκη. Τόσο ως άτομο όσο και ως κοινωνία, αν στερείσαι το χρήμα είσαι πολύ πιο ευάλωτος στη χειραγώγηση. Από την οποίαν εντούτοις κάποιοι θα κερδίσουν πολύ χρήμα -και αυτό ναι, είναι κατακριτέο.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου